ΔΗΜΟΣ Γ. ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ – Α.Μ. 1042
ΟΔΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 19 o ΤΗΛ. 2310.221597
5 4 6 2 4 Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η
[email protected]
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Του εδρεύοντος στη Θεσσαλονίκη (Δικαστικό Μέγαρο, Οδός 26ης Οκτωβρίου
αριθ. 5, Τ.Κ. 546 26) Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), νομίμως εκπροσωπούμενου.
ΚΑΤΑ
1.Της συντελεσθείσας, την 14.8.2010 (λόγω παρέλευσης άπρακτης της
τασσόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.7 εδάφιο τρίτο του Ν.
2664/1998, τριακονθήμερης προθεσμίας, από τη δημοσίευση της κατωτέρω,
υπό στοιχείο 2, αναφερόμενης, υπʼ αριθ. 27826/28.6.2010 («Κήρυξη
περιοχών υπό κτηματογράφηση για τις εργασίες του Εθνικού
Κτηματολογίου»- ΦΕΚ τ. Βʼ 1077/15.7.2010) Απόφασης της Υπουργού
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής- εφεξής Υ.Π.Ε.Κ.Α.)
παράλειψης της ίδιας Υπουργού (Π.Ε.Κ.Α.) ΕΙΤΕ να κινήσει (σε εκπλήρωση
της συνταγματικής υποχρέωσης του Κράτους, για τη σύνταξη «Δασολογίου»)
τη διαδικασία κατάρτισης Δασικών Χαρτών και εκτέλεσης των σχετικών
εργασιών από τις Υπηρεσίες του άρθρου 28 παρ. 9, 10 και 11 του Ν.
2664/1998 (όπως ίσχυαν), ΕΙΤΕ να αναθέσει την εκτέλεση των ως άνω
εργασιών, σε Ιδιωτικά Γραφεία Εκπόνησης Δασικών Μελετών της Κατηγορίας
24 του άρθρου μόνου του Π.Δ. 541/19782.
2. Της υπʼ αριθ. 27826/28.6.2010 («Κήρυξη περιοχών υπό κτηματογράφηση
για τις εργασίες του Εθνικού Κτηματολογίου»- ΦΕΚ τ. Βʼ 1077/15.7.2010)
Απόφασης της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α..
3. Των από 6 Αυγούστου 2010 «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ- ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ- ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ»,
εκδοθέντων από τον Υπουργό Οικονομικών, κ Γεώργιο ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
και από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ Γεώργιο ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟ,
και απευθυνομένων προς τους κκ Jean-Claude JUNCKER, Πρόεδρο
Eurogroup, Olli REHN, Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude TRICHET, Πρόεδρο Ευρωπαϊκή Κεντρικής
Τράπεζας, και Dominique STRAUSS-KAHN, Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου, ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ, με το οποίο ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ-
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΤΑΙ η έκδοση και το περιεχόμενο των ως άνω, υπό στοιχεία 1
και 2, συμπροσβαλλομένων πράξεων και παραλείψεων και ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΤΑΙ η
κηρυχθείσα, ως άνω, «κτηματογράφηση [των] λοιπ[ών] περιοχ[ών] της
ελληνικής επικράτειας….», με την περιλαμβανόμενη, στα εν λόγω
«κείμενα», υπό τον τίτλο «2. Ενέργειες για τον τρίτο απολογισμό (να
έχουν ολοκληρωθεί έως το τέλος του τέταρτου τριμήνου 2010)» και υπό
τον υπότιτλο «Επιχειρηματικό περιβάλλον», ρήτρα, σύμφωνα με την οποία:
«Η Κυβέρνηση θα επιταχύνει την ολοκλήρωση του κτηματολογίου και θα
ετοιμάσει μία έκθεση προόδου, συμπεριλαμβανομένου και ενός σχεδίου
δράσης». Και
4. Και κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, συναφούς προς τις
προαναφερόμενες, υπό στοιχείο 1, 2 και 3, πράξεις και παραλείψεις.
Θεσσαλονίκη, 15 Νοεμβρίου 2010
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
1. Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2308/1995 («Κήρυξη
περιοχής υπό κτηματογράφηση»- ΦΕΚ τ. Α΄ 114/1995), ορίστηκαν τα εξής:
«1. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων
Έργων, ύστερα από εισήγηση του Οργανισμού Κτηματολογίου και
Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.), που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, κηρύσσεται υπό κτηματογράφηση η οριοθετούμενη με την
απόφαση αυτή περιοχή».
2. α. Με το άρθρο 1 της υπʼ αριθ. 2876/7.11.2009 Απόφασης του
Πρωθυπουργού («Αλλαγή τίτλου Υπουργείων»- ΦΕΚ τ. Β΄ 2234/7.11.2009)
ορίστηκε ότι: «1. Τα υφιστάμενα, κατά την έκδοση της παρούσης
Απόφασης, Υπουργεία μετονομάζονται, ως ακολούθως:….β. Το Υπουργείο
Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων σε Υπουργείο
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής». Και
β. Με την παρ. 1 περ. β του άρθρου 6 του Π.Δ. 189/2009 («Καθορισμός
και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων»- ΦΕΚ τ. Α΄ 221/5.11.2009)
ορίστηκε ότι: «Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλαγής.1. Στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλαγής μεταφέρονται ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων και
προσωπικού:……β) από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων:
Ως Γενική Γραμματεία Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, η Γενική
Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος
(άρθρο 1 πδ. 352/1991, Α΄ 124 και 1 της παρ. 2 του π.δ. 228/2002, Α΄
208)…».
3. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, ότι το 62% της υπό κτηματογράφηση
γης, στο πλαίσιο της κατάρτισης του λεγόμενου «Εθνικού Κτηματολογίου»,
είναι δάση και δασικές εκτάσεις, η συμβατότητα της προπαρατιθέμενης
διάταξης με τις προβλέψεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος
1975/1986, που ίσχυε κατά τη δημοσίευση του Ν. 2308/1995 και, κατά
μείζονα λόγο, η συμβατότητά της με τις προβλέψεις του άρθρου 24 παρ. 1
του Συντάγματος 1975/1986/2001, όπως ισχύει, μετά την Αναθεώρηση του
έτους 2001, έχει, πλήρως, αμφισβητηθεί από το περιεχόμενο της
ιστορικής, υπʼ αριθ. 2818/1997, Απόφασης του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα
με την οποία: <<…..6. Επειδή στην έννοια του φυσικού περιβάλλοντος
και μάλιστα ευπαθή οικοσυστήματα αυτού αποτελούν τα δάση και οι
δασικές εκτάσεις. Η διατήρηση και η αναπαραγωγή των δασικών
οικοσυστημάτων με την αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των στοιχείων
που τα συνθέτουν συμβάλλει πολλαπλώς στην διατήρηση της φυσικής και
βιολογικής ισορροπίας και αυτήν την ίδια την ύπαρξη της ζωής. Γι’ αυτό
ο συντακτικός νομοθέτης αντιμετωπίζοντας και την σημαντική καταστροφή
που έχει ήδη υποστεί ο δασικός πλούτος της χώρας θέσπισε αυστηρό
προστατευτικό καθεστώς των δασών και των δασικών εκτάσεων. Στόχος της
προστασίας αυτής είναι η κατ’ αρχήν απαγόρευση της μεταβολής του
προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, που είναι απόλυτη
προκειμένου περί των ιδιωτικών δασών και των ιδιωτικών δασικών
εκτάσεων να διασφαλισθεί η διατήρηση και αναγέννηση των ζωτικών αυτών
οικοσυστημάτων και η συνακόλουθη εκπλήρωση των τόσο σημαντικών για τη
φύση και τη ζωή λειτουργιών του. Η προστασία αυτή πηγάζει απευθείας
από το Σύνταγμα (άρθρο 24), οι σχετικές επιταγές του οποίου έχουν
αυτοτέλεια και άμεση εφαρμογή. Έτσι ο κοινός νομοθέτης είναι
υποχρεωμένος να θεσπίσει τα πρόσφορα προστατευτικά μέτρα μέσα στα όρια
που διαγράφουν οι ανάγκες για τη διαφύλαξη και τη προστασία του αγαθού
αυτού. Αλλά και όταν δεν υπάρχει τέτοιας φύσης προστατευτική
νομοθετική διάταξη, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις πηγάζει
ευθεία υποχρέωση της Διοίκησης να έχει σαν θεμελιώδη γνώμονα για την
ρύθμιση θεμάτων που έχουν σχέση ή επιπτώσεις στο δασικό περιβάλλον,
ιδίως στις περιπτώσεις θεμιτής παρέμβασης σε δάση ή δασικές εκτάσεις,
την ανάγκη της προστασίας των σύμφωνα με τις αρχές και επιδιώξεις της
επιστήμης (Ολ. Σ.τ.Ε. 2281/1992). Θεμελιώδης όμως προϋπόθεση για την
προστασία των δασών, που απορρέει από τη φύση των πραγμάτων και
επισημαίνεται σε κανόνες του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου,
καθώς και σε πορίσματα και αποφάσεις διεθνών διασκέψεων και συλλογικών
οργάνων στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας, είναι η προηγούμενη απογραφή των δασών και των δασικών
εκτάσεων της χώρας. Έτσι, ήδη με τα άρθρα 1 και 2 του Κανονισμού
1615/1989 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει δημιουργηθεί το
Ευρωπαϊκό Σύστημα Δασικών Πληροφοριών και Επικοινωνίας (EFICS) με
αντικείμενο την συλλογή, τον συντονισμό, την εξασφάλιση συνοχής και
την επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν στο δασικό τομέα και την
εξέλιξή του, διότι είχε αρμοδίως διαπιστωθεί ότι η εφαρμογή και
παρακολούθηση των Κανονισμών της γνώσης για τα δάση απαιτούσαν
λεπτομερή πληροφόρηση για την κατάσταση και εξέλιξη των δασών της
Ενώσεως. Χάριν, μάλιστα, του σκοπού αυτού εκρίθη αναγκαίο να
υποστηριχθούν τα κράτη – μέλη, ώστε να εξασφαλίσουν ή βελτιώσουν την
διαθεσιμότητα ιδίως των στοιχείων των εθνικών δασικών απογραφών (άρθρ.
2 και 3). Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι η κατάρτιση εθνικού
δασολογίου, πέραν της προδήλου σημασίας της για την προστασία των
εθνικών δασών είναι αναγκαία και για την λειτουργία του Ευρωπαϊκού
συστήματος δασικών πληροφοριών. Αλλά, και κατά την Αρχήν 2c της
Διακηρύξεως του Ρίο (1992) για την βιώσιμη ανάπτυξη των δασών, πρέπει να
διασφαλίζεται στην δημόσια διοίκηση η παροχή εγκύρου, αξιοπίστου και
ακριβούς πληροφορήσεως για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, κατά
δε το Κεφ. 11, 13 (α) της Agenda ’21, στην επιβεβλημένη βιώσιμη
διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων περιλαμβάνεται, ρητώς
μνημονευομένη, και η απογραφή αυτών, η οποία, κατά την § 14 του αυτού
Κεφαλαίου, πρέπει να ενημερούται και να σταθεροποιήται σε συσχέτιση με
τον σχεδιασμό των χρήσεων της γης. Οι ανωτέρω αρχές επιβεβαιώθηκαν με
την υπ’ αριθ. 4 Γενική Οδηγία της Υπουργικής Συνδιασκέψεως για την
προστασία και βιώσιμη διαχείριση των δασών της Ευρώπης στο Ελσίνκι
(16/17-6-1993), κατά την σαφή διατύπωση της οποίας, “η διαχείριση των
δασών πρέπει να στηρίζεται σε περιοδικώς ενημερούμενα σχέδια και
προγράμματα τοπικού, περιφερειακού ή εθνικού επιπέδου . . . και σε
καταγραφές των δασών, εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην
επιστημονική γνώση και την πρακτική εμπειρία”. Κατά τις ειδικώτερες δε
αρχές 1 και 2 της αποφάσεως 4 της αυτής Υπουργικής Συνδιασκέψεως για
την προστασία και την διαχείριση των ορεινών δασών της Ευρώπης,
κρίνεται αναγκαία η “αληθής οικολογική χαρτογράφηση των δασών αυτών,
περιλαμβάνουσα δηλαδή όλα τα στοιχεία των ορεινών δασικών
οικοσυστημάτων 7. Επειδή από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι η
αποτελεσματική προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων συνδέεται
αρρήκτως με την κατάρτιση ειδικού δασολογίου, υπό την προεκτεθείσα
έννοια, όταν δε η προστασία αυτή επιβάλλεται δυνάμει συνταγματικής
διατάξεως, όπως παρ’ ημίν με το άρθρο (24 § 2 του Συντάγματος), η
διάταξη αύτη, ερμηνευομένη υπό το φως των προαναφερθέντων κανόνων,
καθιστά υποχρεωτικήν την τυχόν με νομοθετική εξουσιοδότηση
προβλεπόμενη κατάρτιση δασολογίου. Πράγματι δε, η ακριβής γνώση του
προστατευτέου αγαθού είναι αυτονόητος αναγκαίος όρος για τη λήψη
προστατευτικών μέτρων και την αποτελεσματικότητά των. Έτσι, η έγκυρη
απογραφή του δασικού κεφαλαίου με ένα συστηματικό τρόπο, σύμφωνα με
τους κανόνες της δασικής επιστήμης και της τεχνικής και η συνακόλουθη
δεσμευτικότητά της τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους διοικούμενους
αποκόπτει από τη ρίζα κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα μιας
έκτασης ως δάσους, δασικής ή μη, οδηγεί τα δασικά όργανα να προβαίνουν
έγκαιρα στις αναγκαίες ενέργειες σε περίπτωση που επιχειρείται αθέμιτη
παρέμβαση σε δάσος ή δασική έκταση και επιτρέπει την άμεση
αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα σε περιπτώσεις αλλοίωσης ή
μεταβολής του από ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα αίτια. Παράλληλα η
απογραφή του δασικού κεφαλαίου της χώρας αποτελεί την βάση και την
αφετηρία για τη σχεδίαση και λήψη προστατευτικών μέτρων, τον καθορισμό
της μορφής και της έκτασης των και εν γένει την οργανωμένη,
συστηματική και ολοκληρωμένη προστασία των δασών, σύμφωνα με τη
συνταγματική επιταγή. Ο νομοθέτης, έχοντας επίγνωση της, αυτονόητης
άλλωστε, αυτής υποχρέωσής του πρόβλεψε με τις πιο πάνω διατάξεις των
άρθρων 11 και 12 του Ν. 998/1979 την φωτογράφηση από τον αέρα ή από
κοντινή απόσταση των δασών και των δασικών εκτάσεων στο σύνολό τους ή
κατά τμήματα που ξεχωρίζουν φυσικά και τη χαρτογράφησή των επί τη
βάσει ενός προγράμματος που εκπονείται από την κεντρική διοίκηση και
εκτελείται σε όλους τους νομούς της χώρας. Με βάση τις μερικότερες
χαρτογραφικές εργασίες και τα στοιχεία της φωτογράφησης συντάσσεται ο
δασικός χάρτης κάθε περιοχής (δήμου ή κοινότητας ή περισσότερων δήμων
και κοινοτήτων” Η κύρωσή του από τον Υπουργό Γεωργίας γίνεται ύστερα
από ενδικοφανή διαδικασία, όπου, μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις
σχετικά με τον δασικό χαρακτήρα κάποιας έκτασης και τα όριά της και
όχι με το ιδιοκτησιακό της καθεστώς. Περαιτέρω στο ως άνω άρθρο 13
προβλέπεται η κατάρτιση και τήρηση στη Κεντρική Δασική Υπηρεσία
γενικού δασολογίου, όπως καταχωρούνται κατά νομούς τα δάση και οι
δασικές εκτάσεις, που φαίνονται στους δασικούς χάρτες με τη
προσδιοριστική τους τοπωνυμία, τα όρια, την έκτασή των και τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δασικής βλάστησης κάθε περιοχής. Σε κάθε
δασαρχείο τηρείται επίσης τοπικό δασολόγιο. Ακολούθως εκδόθηκε το πιο
πάνω υπ’ αριθ. 1141/1980 πρ.δ/γμα με το οποίο ρυθμίσθηκε η διαδικασία
και η τεχνική της κατάρτισης, τήρησης και ενημέρωσης του γενικού
δασολογίου της χώρας. Με τη θέσπιση του εκτελεστικού αυτού διατάγματος
ολοκληρώθηκε το κανονιστικό καθεστώς επί τη βάσει του οποίου θα
συνταχθεί το γενικό δασολόγιο της χώρας. Η κατάρτισή του προϋποθέτει
τη συντέλεση όλης της σειράς των πιο πάνω γενικότερων διοικητικών
ενεργειών, που συνεπάγονται την εγκατάσταση της αναγκαίας
υλικοτεχνικής υποδομής, την οργάνωση και στελέχωση υπηρεσιών, την
πρόβλεψη και διάθεση των απαραίτητων χρηματικών πιστώσεων και πόρων.
Αποτελεί ένα σύνθετο και μείζον διοικητικό έργο για τη συντέλεση του
οποίου απαιτείται ένα εύλογο χρονικό διάστημα, που προσδιορίζεται από
τη φύση των ως άνω προηγούμενων διοικητικών ενεργειών. Γι’ αυτό μέχρις
ότου καταρτισθεί το δασολόγιο ο νομοθέτης θέσπισε με το πιο άνω άρθρο
14 του Ν. 998/1979 μια ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας
έκτασης ως δάσους, δασικής ή μη. Κατά την έννοια όμως του άρθρου
αυτού, ερμηνευόμενου σύμφωνα με την πιο πάνω συνταγματική επιταγή, η
χρονοβόρα αυτή διαδικασία με τον αποσπασματικό, εμπειρικό χαρακτήρα
και τις ατέλειες που, είναι συνυφασμένες με την περιπτωσιολογική
αντιμετώπιση του καίριου αυτού θέματος, είναι ανεκτή μόνο για το
μεταβατικό διάστημα που απαιτείται για τη συντέλεση του δασολογίου.
Το Σύνταγμα, οι κανόνες του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου και ο
νόμος δεν ανέχονται την διαιώνιση της διαδικασίας αυτής και την
συνακόλουθη υποβάθμιση της δασικής προστασίας, την αποδυνάμωση της
συνταγματικής επιταγής και την καταστρατήγηση κανόνων με αυξημένη
τυπική ισχύ. Εφ’ όσον δε, όπως προαναφέρθηκε η Διοίκηση είναι
υποχρεωμένη απ’ ευθείας από το άρθρο 24 του Συντάγματος να προβαίνει
στα πρόσφορα μέτρα για την προστασία και διαφύλαξη των δασών και των
δασικών εκτάσεων ακόμη και εν ελλείψει, σχετικής κανονιστικής
ρύθμισης, κατά μείζονα λόγο υποχρεούται να καταρτίσει το δασολόγιο της
χώρας, που αποτελεί την προϋπόθεση και την αφετηρία για τη λήψη
οποιουδήποτε προστατευτικού μέτρου, όταν μάλιστα έχει καταστρωθεί
πλήρως η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Κατά ταύτα, μετά την ολοκλήρωση
του κανονιστικού καθεστώτος δεν απομένει κανένα στάδιο διακριτικής
ευχέρειας στη Διοίκηση αλλά ανακύπτει υποχρέωσή της για τη λήψη των
θεσμοθετημένων προστατευτικών μέτρων. Πολύ περισσότερο όταν τα μέτρα
αυτά αποτελούν τον αναγκαίο όρο της αποτελεσματικής προστασίας των
δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας όπως είναι η κατάρτιση του
δασολογίου. Διαφορετικά θα εγκαταλειπόταν στη διακριτική ευχέρεια της
Διοικήσεως η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου και αυτή ακόμη η
συνταγματική επιταγή της προστασίας του δασικού κεφαλαίου. Έτσι όμως
θα μπορούσε η Διοίκηση να αποδυναμώσει το Σύνταγμα και να αχρηστεύσει
τους κανόνες του διεθνούς, του κοινοτικού και του εσωτερικού δικαίου
και να ανατρέψει τη συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών.
Από τα παραπάνω αβίαστα ανάγεται ότι η κατάρτιση και θέση σε ισχύ του
δασολογίου της χώρας αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως που απορρέει
ευθέως και αμέσως από την συνταγματική επιταγή της προστασίας των
δασών (άρθρ. 24 Σ) και την αποστολή της Διοικήσεως να εκτελεί το
Σύνταγμα και τους νόμους σύμφωνα με τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της
διακρίσεως των λειτουργιών και τη συνακόλουθη υποταγή της Διοικήσεως
στο Σύνταγμα και το νόμο (άρθρα 26 Σ). Η υποχρέωση όμως αυτή θα ήταν
κενή περιεχομένου και στερημένη κάθε αξίας αν δεν συνοδευόταν με τη
δικαστική κύρωση, που της διασφαλίζει ο εξοπλισμός της με το προσήκον
ένδικο μέσο ώστε κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να μπορεί να
ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 20 § 1 Σ. δικαστική προστασία. Εν όψει δε
της φύσεως και της αποστολής του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως διασφαλίζεται με το άρθρο
95 του Συντάγματος και την, κατά τα προεκτεθέντα, ορθή ερμηνεία του
άρθρου 45 § 4 εδ. α και β του κωδ. π.δ. 18/1989 προκειμένου περί
παραλείψεως της οφειλομένης ατομικής, γενικής ατομικής και
κανονιστικής, περιβαλλοντικής προστασίας ο εξαναγκασμός της
Διοικήσεως, σε εκπλήρωση της πιο πάνω υποχρέωσής της μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με το ένδικο αυτό μέσο. Έτσι από το συνδυασμό των πιο
πάνω συνταγματικών διατάξεων και αρχών στοιχειοθετείται μη νόμιμη
παράλειψη της Διοικήσεως να καταρτίσει το δασολόγιο της χώρας μετά την
άκαρπη πάροδο του εύλογου χρονικού διαστήματος, που απαιτείται γι’
αυτό, προσβλητή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με το ένδικο
μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως. Πρέπει δε συναφώς να διευκρινισθεί ότι η
υποχρεωτική, κατά τα άνω, χαρτογράφηση των δασών και η κατάρτιση του
εθνικού δασολογίου αποβλέπουσα στην υποστήριξη των αναγκαίων
πληροφοριακών συστημάτων για την σύντομη ρύθμιση των χρήσεων γης και
ούσα κατά κοινήν πείραν, εφικτή, επί τη βάσει της συγχρόνου συναφούς
τεχνολογίας και ιδίως της τηλεπισκοπήσεως, εντός βραχέος χρονικού
διαστήματος, έχει αυτοτέλεια και δεν εξαρτάται από την διαδικασία
καταρτίσεως εθνικού κτηματολογίου, το οποίο αποβλέπει και εις άλλους
έννομους σκοπούς και του οποίου η ολοκλήρωση, συνδεομένη με τη κρίση
ιδιοκτησιακών ζητημάτων, απαιτεί πολυετή προσπάθεια. Τυχόν δε
επιχειρούμενη τοιαύτη συνάρτηση είναι ανεπίτρεπτη, διότι η μεν
κατάρτιση του εθνικού κτηματολογίου θα απαιτήσει από την φύση της,
πολύ χρόνο, εν τω μεταξύ δε θα είναι πράγματι αδύνατη η παροχή εννόμου
προστασίας στα δάση, άνευ του αντικειμενικού πληροφορικού συστήματος
του δασολογίου, διότι την αξιοπιστία του συστήματος τούτου δεν παρέχει
η περιπτωσιολογική κρίση των επιτροπών του ρηθέντος άρθρου 14 ν.
998/79, κυρίως διότι δεν στηρίζεται στην συνολική αποτύπωση των δασών
και δασικών εκτάσεων της χώρας….>>.
4. ΕΝΑΝΤΙΟΝ των νομολογηθέντων, με την προαναφερόμενη Απόφαση του
Δικαστηρίου Σας και σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με το περιεχόμενο της
Απόφασης αυτής, ο Νομοθέτης, με τις διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του
Ν. 2664/1998:
α. ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ τις (εκτελεστικές του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος,
για την προληπτική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων)
διατάξεις (α) του άρθρου 11, υπό τον τίτλο «Φωτογράφησις», (β) του
άρθρου 12, υπό τον τίτλο «Χαρτογράφησις» και του άρθρου 13, υπό τον
τίτλο «Δασολόγιο» του Ν. 998/1979, περιλαμβανόμενες, υπό τον
αποκαλυπτικό του περιεχομένου τους και του σκοπού τους, γενικό τίτλο
«ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ». Και
β. ΕΝΕΤΑΞΕ τις διαδικασίες σύνταξης των Δασικών Χαρτών και του
Δασολογίου στις διαδικασίες του Εθνικού Κτηματολογίου.
5. Ειδικότερα, το άρθρο 27 παρ. 7 του ανωτέρω Ν. 2664/1998, περιέλαβε
τις εξής καίριας σπουδαιότητας, ενόψει των προεκτεθέντων, ρυθμίσεις,
για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων: «7. Σε περίπτωση
αδυναμίας εκτέλεσης των εργασιών κατάρτισης των δασικών χαρτών από τις
υπηρεσίες του άρθρου 28 του παρόντος, είναι δυνατή, με απόφαση του
Υπουργού Γεωργίας, η ανάθεση εκτέλεσης των ως άνω εργασιών σε ιδιωτικά
γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας 24 άρθρου μόνου του
π.δ. 541/1978 “περί κατηγοριών μελετών” (ΦΕΚ 116 Α’). Ο τρόπος
ανάθεσης, εκτέλεσης και παραλαβής των ως άνω εργασιών καθορίζεται με
τις τεχνικές προδιαγραφές της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του
παρόντος άρθρου. Στις περιοχές οι οποίες κηρύσσονται υπό
κτηματογράφηση, σύμφωνα με το ν. 2308/1995 (ΦΕΚ 114 Α’), για τις
οποίες δεν υφίσταται δασικός χάρτης, οι εργασίες κατάρτισής του, εάν η
απόφαση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής δεν εκδοθεί μέσα σε
προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κήρυξη της περιοχής υπό
κτηματογράφηση, εκτελούνται από την “Κτηματολόγιο Ανώνυμη Εταιρεία” με
αναθέσεις σε ιδιωτικά γραφεία δασολόγων, σύμφωνα με τις τεχνικές
προδιαγραφές της περίπτωσης α’ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου».
6. Ακολούθησε η ρητή συνταγματική κατοχύρωση του «Δασολογίου» με την
προσθήκη στο αναθεωρημένο, το έτος 2001, άρθρο 24 παρ. 1 εδάφιο τρίτο
του Συντάγματος 1975/1986/2001, της διάταξης, σύμφωνα με την οποία: «Η
σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους». Σημειωτέον ότι η
διάταξη αυτή, όπως τελικά διατυπώθηκε, αποτυπώνει απλώς την
προμνημονευόμενη νομολογιακή θέση του Δικαστηρίου Σας.
7. Με το άρθρο 3 του Ν. 3208/2003 καθορίστηκε η διαδικασία «σύνταξης»
του «Δασολογίου», υπό μορφή Βιβλίου, βάσει των καταρτιζομένων, ως άνω
(σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2664/1998), Δασικών Χαρτών, καθώς
και το περιεχόμενό του Βιβλίου τούτου.
8. Με την υπʼ αριθ. πρωτ. 90422/40/27.1.2004 Απόφαση – Εγκύκλιο
Διαταγή του Υφυπουργού Γεωργίας («ΘΕΜΑ: Προσαρμογή των καταρτισθέντων
Δασικών Χαρτών στο νέο προσδιορισμό δασών και δασικών εκτάσεων του ν.
3208/2003»), ΔΙΑΤΑΣΣΟΝΤΑΝ οι Διευθύνσεις Δασών των Νομών και κάθε άλλη
αρμόδια Δημόσια Υπηρεσία ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ, «εντός τριών μηνών»:
α. Στην «προσαρμογή» (στις νέες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και του
άρθρου 5 παρ. 1 του Ν.3208/2003)-διόρθωση καταρτισθέντων Δασικών
Χαρτών και, ειδικότερα, να προβούν «. . . . στις παρακάτω ενέργειες :
1.- Έλεγχο για τυχόν ύπαρξη και απαλοιφή εκτάσεων οι οποίες έχουν
δασικά είδη με συγκόμωση κάτω από 0,25. 2.- Έλεγχο για τυχόν ύπαρξη
και απαλοιφή εκτάσεων που καλύπτονται μεν από δασικά είδη, έχουν όμως
εμβαδόν μικρότερο των 3 στρεμμάτων ή είναι λωρίδες με πλάτος μικρότερο
των 30 μέτρων. 3.- Έλεγχο για τυχόν ύπαρξη και απαλοιφή χορτολιβαδικών
εκτάσεων που χαρακτηρίστηκαν ως δασικές επειδή βρίσκονται επί αβάτων
κλιτύων ορέων και δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 4 του νέου νόμου. Στις
παραπάνω περιπτώσεις γίνεται αναγραφή των νέων τυχόν ενδείξεων
κατηγοριών φυτοκάλυψης που δημιουργούνται ή ενοποιούνται,
κωδικαρίθμηση και εμβαδομέτρηση. 4.- Έλεγχο για τυχόν ύπαρξη και
απαλοιφή εκτάσεων που χαρακτηρίστηκαν δασικές σύμφωνα με στοιχεία που
προέκυψαν από βιβλία που προβλέπονται στο Π.Δ. της 6-9-1931
(παραχωρήσεις, άδειες εκχέρσωσης, Π.Δ.Α. κ.λ.π.) και εκ των στοιχείων
τόσο της παλαιότερης όσο και της πρόσφατης αεροφωτογράφησης προκύπτει
ότι δεν χαρακτηρίζονται ως δασικές. . . .». Και
β. Στην «προσαρμογή» (στις νέες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και του
άρθρου 5 παρ. 1 του Ν.3208/2003)-διόρθωση καταρτισθέντων Δασικών
Χαρτών και, ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 6 και 7 του
άρθρου 1 του Ν. 3147/2003 «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης…κ.λ.π.»
(ΦΕΚ 135 Α), στους Ο.Τ.Α. όπου το σύνολο των εκτάσεων είναι
Εποικιστικές, να προβούν «. . . . σε έλεγχο της πρόσφατης
φωτοερμηνείας για τυχόν ύπαρξη και απαλοιφή εκτάσεων κατά τρόπο ώστε
στον Δασικό Χάρτη να παραμείνουν ως δασικές, μόνο οι εκτάσεις που
καλύπτονται σε ποσοστό πάνω από 25% από τα δασοπονικά είδη της παρ. 1
του άρθρου 15 του ν. 1737/87 (Σχετική και η 118533/15-12-2003
εγκύκλιος της Γεν. Δ/νσης Ανάπτ. Και Προστασίας Δασών και Φ.Π.)».
9. ΚΑΤΑ της ανωτέρω, υπʼ αριθ. πρωτ. 90422/40/27.1.2004, Απόφασης –
Εγκυκλίου Διαταγής του Υφυπουργού Γεωργίας, ασκήθηκαν, εκ μέρους του
Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.), οι υπʼ αριθ. εκθ.
καταθ. 2380/29.3.2004 και 4305/17.5.2004 Αιτήσεις Ακύρωσης,
εισαχθείσες, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου Σας, ενόψει των
τιθεμένων, με τις Αιτήσεις αυτές, ζητημάτων αντισυνταγματικότητας των
διατάξεων εκείνων του Ν. 3147/2003 και του Ν. 3208/2003, κατʼ εφαρμογή
των οποίων επέρχεται μείωση- απαλοιφή δασών και δασικών Εκτάσεων από
Δασικούς Χάρτες που καταρτίσθηκαν, κατʼ εφαρμογή της προϊσχύσασας (των
τελευταίων τούτων Νόμων) Δασικής Νομοθεσίας. Οι Αιτήσεις αυτές
συζητήθηκαν, μετά από πολλές αυτεπάγγελτες αναβολές, την 13η Ιουνίου
2008 (τέσσερα – 4- έτη και πλέον μετά την άσκησή τους).Σημειωτέον ότι
καθεμιά από τις Αιτήσεις αυτές στρέφεται κατά ιδιαιτέρου Κεφαλαίου της
ανωτέρω Εγκυκλίου και, συγκεκριμένα, η πρώτη αφορά την εφαρμογή του Ν.
3208/2003 και η δεύτερη αφορά την εφαρμογή του Ν. 3147/2002, στις
διαδικασίες σύνταξης Δασικών Χαρτών, στο πλαίσιο του λεγόμενου
«Εθνικού Κτηματολογίου».
10.Δυστυχώς, οι ανοιγείσες με τις ανωτέρω Αιτήσεις Ακύρωσης δίκες
κηρύχθηκαν κατηργημένες, με τις υπʼ αριθ. 3974/2009 και 3975/2009
Αποφάσεις του Δικαστηρίου Σας, ΕΠΕΙΔΗ, κατά το τελευταίο έτος της
ανωτέρω υπερτετραετούς εκκρεμοδικίας, « μετά την άσκηση της κρινόμενης
αιτήσεως, εκδόθηκε η υπʼ αριθ. 1412/14.2.2008 απόφαση του Υφυπουργού
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τη οποία ρητώς ανακλήθηκε- στο
σύνολό της- η προσβαλλόμενη εγκύκλιος».
11.Είχε προηγηθεί η σπουδαία, πράγματι, υπʼ αριθ. 202/5.4.2005,
Απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Δικαστηρίου Σας, εκδοθείσα, μετά
συνεκδίκαση των υπʼ αριθ. 6499/12.8.2004 και 6500/12.8.2004 Αιτήσεων
Αναστολής Εκτέλεσης του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., ασκηθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου
Σας, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της προαναφερόμενης, υπʼ αριθ.
πρωτ. 90422/40/27.1.2004 Απόφασης – Εγκυκλίου Διαταγής του Υφυπουργού
Γεωργίας.
Σύμφωνα με την Απόφαση αυτή «…Ο δασικός χαρακτήρας των εκτάσεων που
απεικονίζονται στους καταρτισθέντες μέχρι σήμερα δασικούς χάρτες έχει
κριθεί επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και του
π.δ/τος από 6.9.1931, οι διατάξεις αυτές όμως, αντικαταστάθηκαν ήδη
από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του ν. 3208Ι2003 καθώς και των
παρ. 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 3147/2003. Με τις διατάξεις των δύο
τελευταίων νόμων εισάγονται νέες ρυθμίσεις και καθίστανται
αυστηρότερες οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δάσους ή
δασικής με συνέπεια η κατάρτιση των δασικών χαρτών κατ’ εφαρμογή των
νεωτέρων διατάξεων να έχει οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα την μείωση της
επιφανείας των δασών και των δασικών εκτάσεων σε ποσοστό το οποίο δεv
είναι δυνατόν να εκτιμηθεί. Εξάλλου με το προσβαλλόμενο έγγραφο
δίδεται εντολή στις Διευθύνσεις Δασών των Νομών όπως, μετά από έλεγχο,
αφαιρέσουν (απαλείψουν) από τους δασικούς χάρτες τις εκτάσεις που
έχουν ήδη περιληφθεί σʼ αυτούς και δεν συγκεντρώνουν τις αυστηρότερες
προϋποθέσεις που τίθενται από τις μνησθείσες διατάξεις των νόμων 3147
και 3208 του 2003. Επομένως, και ανεξάρτητα από τη φύση της
προσβαλλομένης πράξεως, η εκτέλεσή της θα έχει ως αποτέλεσμα να
παραμείνει χωρίς την προστασία της δασικής νομοθεσίας ένα σημαντικό
μέρος εδαφικών εκτάσεων, οι οποίες μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης
είχαν χαρακτηρισθεί ως δάση ή δασικές εκτάσεις. Με τα δεδομένα όμως
αυτά η εκτέλεσή της προσβαλλομένης πράξεως ενέχει τον κίνδυνο
μεταβολής του χαρακτήρα των ανωτέρω εκτάσεων και συνεπάγεται, με τη
δημιουργία μη αντιστρέψιμων καταστάσεων βλάβη του δασικού πλούτου της
χώρας που δεν μπορεί να επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως των
αιτήσεων ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί…. Συντρέχει κατά την κρίση της
Επιτροπής περίπτωση χορηγήσεως της ζητούμενης αναστολής, λαμβανομένου
μάλιστα υπόψη ότι το προσβαλλόμενο έγγραφο του Υφυπουργού Γεωργίας
[έχει ήδη αρχίσει να τυγχάνει εφαρμογής (βλ. το υπʼ αριθ.
109093/699/29.9.2004 έγγραφο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων προς το Συμβούλιο της Επικρατείας».
Επισημαίνουμε ότι στο ανωτέρω, επικαλούμενο από την Επιτροπή Αναστολών
του Δικαστηρίου Σας, έγγραφο του Υπ.Α.Α.Τ αναφέρονται, επί λέξει, τα
εξής: «…Με τα 1855/17-5-04 και 1458/21-6-04 έγγραφά τους οι
Διευθύνσεις Δασών Μεσσηνίας και Ηλείας αντίστοιχα, μας ενημέρωσαν ότι
σε εφαρμογή της 90422/40/27-1-2004 διαταγής, έγινε η προσαρμογή του
περιεχομένου των Δασικών Χαρτών για επτά (7) ΟΤΑ του νομού Μεσσηνίας
και τέσσερις (4) του νομού Ηλείας και περιμένουν εντολές σχετικά με το
χρόνο ανάρτησης».
12. Ευτυχώς, το προπεριγραφόμενο ζήτημα αντισυνταγματικότητας των
διατάξεων του Ν. 3147/2003 και του Ν. 3208/2003 είχε τεθεί καθʼ όλη
την έκτασή του και τις πτυχές του, με την ασκηθείσα, εκ μέρους του
ΓΕΩΤ.Ε.Ε., υπʼ αριθ. εκθ. καταθ. 3702/2005 Αίτηση Ακύρωσης ΚΑΤΑ της
υπʼ αριθ. 905//2005/Β-370 Απόφασης του Υπουργού Γεωργίας («ΘΕΜΑ:
Καθορισμός διαδικασίας κατάρτισης, τήρησης, κωδικοποίησης και
ενημέρωσης του δασολογίου»- ΦΕΚ Βʼ 370/23.3.2005). Επί της Αίτησης
αυτής (όπως συμπληρώθηκε, με το από 17.4.2006 δικόγραφο Προσθέτων
Λόγων), η οποία εισήχθη και συζητήθηκε, ενώπιον της Ολομέλειας του
Δικαστηρίου Σας, την 13η Ιουνίου 2008, εκδόθηκε η προδικαστική υπʼ
αριθ. 3973/2009 Απόφαση, η οποία έκρινε, ως ακολούθως:
α.«14. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του
άρθρου 3 του ν. 2308/2003, το Δασολόγιο δεν προβλέπεται ως απλή
συρραφή των υφισταμένων δασικών χαρτών, αλλά ως σύνθεση, κατά τρόπο
συστηματικό, των δασικών χαρτών με την προσθήκη «θεματικών και
πληροφοριακών δεδομένων» (βλ. σχετική ρητή διάταξη της παρ.3 του
τεύχους οδηγιών της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως), καθώς και
την προσθήκη των οριογραμμών της παρ. 4 του τεύχους οδηγιών της
προσβαλλομένης αποφάσεως. Η συνθετική δε αυτή και, αναγκαίως,
πρωτότυπη διοικητική εργασία γίνεται βάσει των ορισμών του δάσους και
της δασικής εκτάσεως, όπως οι ορισμοί αυτοί δίδονται στις ήδη
ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2308/2003, που αντικατέστησαν
τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (λαμβανομένων επίσης υπʼ
όψη των οριζομένων στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 3147/2003).
Συνεπώς, υπό την εκδοχή που υποστηρίζει το αιτούν Επιμελητήριο, ότι,
δηλαδή, οι διδόμενοι από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2308/2003
ορισμοί των εννοιών του δάσους και της δασικής εκτάσεως και τα
οριζόμενα στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 3147/2003 απομειώνουν
την επιβαλλομένη από τις συνταγματικές διατάξεις προστασία των δασών
και των δασικών εκτάσεων και, ως εκ τούτου, αντίκεινται στο άρθρο 24
παρ.1 του Συντάγματος, η αντίθεση των διατάξεων αυτών προς το Σύνταγμα
θα καθιστούσε και την προσβαλλομένη υπουργική απόφαση αντισυνταγματική
και ακυρωτέα στο σύνολό της. Κατά συνέπεια, προκειμένου να κριθεί το
βάσιμο του ανωτέρω εκτεθέντος λόγου ακυρώσεως επιβάλλεται να προηγηθεί
η εξέταση της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του
ν. 3208/2003».
β. «15. Επειδή, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, το βάσιμο ή μη του
εκτεθέντος στην ενδεκάτη σκέψη της παρούσας λόγου ακυρώσεως εξαρτάται
εν πρώτοις από την συμφωνία προς το Σύνταγμα των διδομένων στο άρθρο 1
παρ.1 του ν. 3208/2003 ορισμών του δάσους και των δασικών εκτάσεων.
Όμως, έχει ήδη δημοσιευθεί η υπʼ αριθμ. 3559/2008 απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, προκειμένης εφαρμογής των
διδομένων στο άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3208/2003 ορισμών του δάσους και
της δασικής εκτάσεως και δοθέντος ότι οι ορισμοί αυτοί δεν συμπίπτουν
με τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που δίδονται από
το άρθρο 3 εδαφ. α) και β) του ισχύοντος από 1.1.2003 Κανονισμού
2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
17.11.2003 «για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών
αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα “Έμφαση στα δάση”» (ΕΕ L 324),
υπεβλήθησαν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής
ερωτήματα: A. Εφαρμόζονται οι διδόμενοι από το άρθρο 3 α) και β) του
Κανονισμού 2152/2003 ορισμοί του δάσους και της δασικής εκτάσεως και
σε θέματα προστασίας και διαχειρίσεως εν γένει των κατά τους ανωτέρω
ορισμούς δασών και δασικών εκτάσεων, τα οποία δεν ρυθμίζονται ρητά από
τον Κανονισμό, προβλέπονται όμως από τις εθνικές έννομες τάξεις; Β.
Εάν στο ανωτέρω ερώτημα Α δοθεί θετική απάντηση, επιτρέπεται στις
εθνικές έννομες τάξεις να ορίζουν ως δάση ή δασικές εκτάσεις και
εκτάσεις, οι οποίες δεν αποτελούν δάση ή δασικές εκτάσεις, σύμφωνα με
τους ορισμούς του άρθρου 3 α) και β) του Κανονισμού 2152/2003; Γ. Εάν
στο ανωτέρω ερώτημα Β δοθεί θετική απάντηση, ο επιτρεπόμενος να δοθεί
από τις εθνικές έννομες τάξεις ορισμός, ως δασών και δασικών εκτάσεων,
και εκτάσεων που δεν αποτελούν δάση ή δασικές εκτάσεις σύμφωνα με τους
ορισμούς του άρθρου 3 α) και β) του Κανονισμού 2152/2003, μπορεί να
διαφοροποιείται από τον ορισμό που δίνει ο ανωτέρω Κανονισμός τόσο ως
προς τα συστατικά στοιχεία της έννοιας του δάσους ή της δασικής
εκτάσεως που ο Κανονισμός διαλαμβάνει, όσο και ως προς τον αριθμητικό
προσδιορισμό των μεγεθών των τυχόν κοινών με τον Κανονισμό αυτόν
συστατικών στοιχείων; ΄Η ο ορισμός αυτός των εθνικών εννόμων τάξεων
μπορεί μεν να περιλαμβάνει συστατικά στοιχεία της έννοιας του δάσους ή
της δασικής εκτάσεως, διαφορετικά από αυτά που διαλαμβάνει ο ορισμός
του Κανονισμού, ως προς τα κοινά όμως με αυτόν στοιχεία επιτρέπεται
μόνο να μην τα προσδιορίζει αριθμητικώς, όχι δε και να αποκλίνει, εάν
προβαίνει σε τέτοιον αριθμητικό προσδιορισμό, από εκείνον του
Κανονισμού;». Και
γ. «16. Επειδή, εν όψει των τεθέντων ως άνω ερωτημάτων, από την
απάντηση στα οποία εξαρτάται το κύρος των διδομένων από τα άρθρο 1
παρ.1 του ν. 3208/2003 ορισμών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να
αναβληθεί η οριστική κρίση επί της παρούσης υποθέσεως, μέχρις ότου το
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί των ανωτέρω
προδικαστικών ερωτημάτων».
13. Ακολούθησε, η από 22.04.2010 Απόφαση του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της υπόθεσης C-82/09, η οποία έκρινε, ως
εξής: «Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η
απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του
κανονισμού 2152/2003, οι οποίες ορίζουν, για τους σκοπούς του
κανονισμού αυτού, τις έννοιες «δάσος» και «δασική έκταση», δεν
αποκλείουν εθνικές διατάξεις περιέχουσες διαφορετικούς ορισμούς των
εννοιών αυτών όσον αφορά προγράμματα τα οποία δεν διέπονται από τον
κανονισμό αυτόν».
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, παραμένει εκκρεμής, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου
Σας, η ανωτέρω υπʼ αριθ. εκθ. καταθ. 3702/2005 Αίτηση Ακύρωσης του
ΓΕΩΤ.Ε.Ε., για την οποία δεν έχει ορισθεί, εξ όσων γνωρίζουμε,
δικάσιμος για τη συζήτησή της.
14. Εν τω μεταξύ, με την υπʼ αριθ. 9400/1-3-2007 («Κήρυξη περιοχών υπό
κτηματογράφηση για τις εργασίες του Εθνικού Κτηματολογίου») Απόφαση
του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., εκδοθείσα, κατʼ εξουσιοδότηση του άρθρου 1
παρ. 1 του Ν. 2308/1995 και δημοσιευθείσα, την 28η Μαρτίου 2007, στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ τ. Βʼ 429/28.3.2007), ορίστηκε ότι
«Κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση οι περιοχές που βρίσκονται στα
διοικητικά όρια των [μνημονευομένων σʼ αυτή εκατόν επτά (107)] δήμων,
δημοτικών διαμερισμάτων και κοινοτήτων».
Κατά της Απόφασης αυτής ασκήσαμε, ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, την υπʼ
αριθ. εκθ. καταθ. 3574/2007, Αίτηση Ακύρωσης, η οποία συζητείται, μετ΄
αναβολές, την 12η Ιανουαρίου 2011 (με Εισηγήτρια, τη Σύμβουλο, κα
Αικατερίνη ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ).
15. Με την προσβαλλόμενη, υπʼ αριθ. 27826/28.6.2010 («Κήρυξη περιοχών
υπό κτηματογράφηση για τις εργασίες του Εθνικού Κτηματολογίου»- ΦΕΚ τ.
Βʼ 1077/15.7.2010) Απόφαση της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α.., εκδοθείσα, κατʼ
εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2308/1995 και δημοσιευθείσα,
την 15η Ιουλίου 2010, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ τ. Β΄
1077/15.7.2010), ορίστηκε ότι «Κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση οι
λοιπές περιοχές της ελληνικής επικράτειας οι οποίες δεν έχουν κηρυχθεί
υπό κτηματογράφηση μέχρι σήμερα….».
16. Είναι γνωστό και απολύτως σαφές, ότι στις κηρυσσόμενες, ως άνω,
υπό κτηματογράφηση λοιπές περιοχές της ελληνικής επικράτειας
περιλαμβάνονται, αναμφισβητήτως, δάση και δασικές εκτάσεις, κατά την
έννοια της υπό το άρθρο 24 του ισχύοντος Συντάγματος Ερμηνευτικής
Δήλωσης, των οποίων το εμβαδόν είναι απροσδιορίστως μεγάλο, αλλά και
άγνωστο, εξαιτίας της προεκτεθείσας αμφισβήτησης της συνταγματικότητας
των ρυθμίσεων του Ν. 3147/2003 και του Ν. 3208/2003, ενώπιον της
Ολομέλειας του Δικαστηρίου Σας.
17. Την 6 Αυγούστου 2010 εκδόθηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών, κ
Γεώργιο ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, και από το Διοικητή της Τράπεζας της
Ελλάδας, κ Γεώργιο ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟ, τα απευθυνόμενα προς τους κκ
Jean-Claude JUNCKER, Πρόεδρο Eurogroup, Olli REHN, Επίτροπο
Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Jean-Claude TRICHET, Πρόεδρο Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας, και
Dominique STRAUSS-KAHN, Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου, «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ- ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ- ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ», στα οποία, υπό
τον τίτλο «2. Ενέργειες για τον τρίτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί
έως το τέλος του τέταρτου τριμήνου 2010)» και υπό τον υπότιτλο
«Επιχειρηματικό περιβάλλον», περιλαμβάνεται ρήτρα, σύμφωνα με την
οποία: «Η Κυβέρνηση θα επιταχύνει την ολοκλήρωση του κτηματολογίου και
θα ετοιμάσει μία έκθεση προόδου , συμπεριλαμβανομένου και ενός σχεδίου
δράσης».
Τα ανωτέρω «κείμενα» προσβάλλονται, με την παρούσα, κατά το μέρος
τους, με το οποίο επιτάσσεται και εγκρίνεται- επικυρώνεται η έκδοση
και το περιεχόμενο των συμπροσβαλλομένων πράξεων και παραλείψεων,
σύμφωνα με την προπαρατεθείσα ρήτρα.
Περιοριζόμεθα, προς το παρόν, να παραπέμψουμε στο σχολιασμό της ρήτρας
αυτής, στο Άρθρο, με τίτλο «ΈΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ¨ΝΕΟ¨ ΜΝΗΜΟΝΙΟ;», του
συναδέλφου, Συνταγματολόγου και πρώην Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, κου
Κώστα ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ: <<…..Αναλαμβάνεται υποχρέωση (μέχρι το τέλος του
τρίτου τριμήνου του 2010) για “επιτάχυνση της ολοκλήρωσης του
κτηματολογίου” (πόθεν προέκυψε;…..)>>, (βλ. Άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε
στην Ιστοσελίδα
http://www.euro2day.gr/specials/opinions/132/articles/601660/Article.aspx).
18. Τέλος, προφανές είναι το έννομο συμφέρον και το συναπτόμενο με
αυτό δικαίωμά μας, να ασκήσουμε την παρούσα Αίτηση Ακύρωσης, ΕΝΟΨΕΙ:
α. Των προεκτεθέντων, σε σχέση με τη διαμορφωθείσα Νομολογία του
Δικαστηρίου Σας, μετά την υπʼ αριθ. 4576/1977 Απόφαση της Ολομέλειάς
του (για το Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου) και την πρόσφατη συνταγματική
κατοχύρωση «δικαιώματος του καθενός», για την προστασία του
Περιβάλλοντος.
β. Του θεσπισθέντος, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με το Β.Δ. 17/29
Νοεμβρίου/1836 και ισχύοντος, μέχρι σήμερα, «τεκμηρίου κυριότητας» των
δασών και δασικών εκτάσεων, του οποίου η διατήρηση, συναρτόμενη άμεσα
με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων αποτελεί μείζον
ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 199 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ.
3026/1954) και τούτο, παρά τη βαρύτατη νομοθετική παραγνώριση του
ρόλου των Δικηγόρων, όσον αφορά την ανάγκη προέχουσας συμμετοχής τους
στις διαδικασίες του «Εθνικού Κτηματολογίου», του «Δασολογίου» και του
«Δασικού Κτηματολογίου» (πρβλ. ΣτΕ 2512/1997, 4704/1996, 1443/1993). Και
γ. Της επισήμανσης ότι η συμμετοχή των Δικηγόρων στις διαδικασίες
Κτηματογράφησης, όπως αυτή είχε καθοριστεί, υπό το προγενέστερο της
Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και του Ν. 3316/2005 κανονιστικό καθεστώς της υπʼ
αριθ. 19699/4677/31.7.2001 Κοινής Απόφασης των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και
Δικαιοσύνης («Νομικές εργασίες που παρέχονται από δικηγόρους κατά την
εκπόνηση προγραμμάτων μελετών κτηματογραφήσεων για τη δημιουργία του
Εθνικού Κτηματολογίου και καθορισμός αμοιβών αυτού» – ΦΕΚ τ. Βʼ
1042/7.8.2001), περιελάμβανε, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Υπουργικής
αυτής Απόφασης, τις ακόλουθες «νομικές εργασίες», αντιστοιχούμενες, ως
ακολούθως, με τις οικείες προβλέψεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ.
3026/1954):
αα. <<Ο προκαταρκτικός εντοπισμός των νομικών ζητημάτων στην υπό
κτηματογράφηση περιοχή κατά το στάδιο εκπόνησης της προκαταρκτικής
μελέτης κτηματογράφησης και η σύνταξη σχετικής έκθεσης>> μπορεί να
υπαχθεί στην <> (άρθρο
156 Κ.Δ.), στην παροχή συμβουλής <<κατόπιν προσκλήσεως υπό του
εντολέως … εν τω γραφείω αυτού ή εν άλλω τόπω ή κατόπιν συμβουλίου
μετ’ άλλων δικηγόρων ή άλλων προσώπων>> (άρθρο 157 Κ.Δ.), στην
<<έγγραφον γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού ζητήματος, εγγράφως
επί τούτω υποβαλλομένου>> (άρθρο 158 Κ.Δ.), στην <<εξέλεγξιν τίτλων
ιδιοκτησίας ακινήτου και την περί ταύτης σύνταξιν σχετικής εκθέσεως>>
(άρθρο 160 Κ.Δ.), στην <<σύνταξιν πάσης αιτήσεως προς
συμβολαιογράφον>> (άρθρο 163 παρ. 2 Κ.Δ.), στην <<έρευναν εν τοις
βιβλίοις μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς εξακρίβωσιν της
ακινήτου ιδιοκτησίας προσώπου τινός και των βαρών αυτής>> (άρθρο 164
παρ. 1 Κ.Δ.) και στη <<σύνταξιν πάσης αιτήσεως προς φύλακα μεταγραφών
ή υποθηκών ή περιλήψεως (συμπεριλαμβανομένης της επιμελείας προς
μεταγραφήν του τίτλου) προς εγγραφήν, μεταγραφήν ή διαγραφήν υποθήκης
ή κατασχέσεως, προς λήψιν πιστοποιητικών κλπ.>> (άρθρο 164 παρ. 2 Κ.Δ.).
ββ. <<Η παρουσία δικηγόρων των μελετών κτηματογράφησης όσο χρόνο
διαρκεί η προθεσμία υποβολής των κατά τα άρθρα 2, 6 και 10 του νόμου
2308/1995 δηλώσεων, ενστάσεων και προσφυγών στον τόπο συλλογής τους,
ώστε να είναι δυνατή η άμεση αντιμετώπιση των κάθε φύσεως νομικών
ζητημάτων που μπορεί να ανακύψουν, καθώς επίσης η εκτός της
προαναφερόμενης προθεσμίας παρουσία τους σε τακτά χρονικά διαστήματα
στα γραφεία κτηματογράφησης για την αντιμετώπιση τρεχόντων νομικής
φύσεως ζητημάτων>> υπάγονται στην <<παροχήν συμβουλής μετά μελέτην
εγγράφων ή μετ’ απόφασιν προς προφορικήν ανάπτυξιν υποθέσεως ή
ζητήματος>> (άρθρο 156 Κ.Δ.), στην παροχή συμβουλής <<κατόπιν
προσκλήσεως υπό του εντολέως … εν τω γραφείω αυτού ή εν άλλω τόπω ή
κατόπιν συμβουλίου μετ’ άλλων δικηγόρων ή άλλων προσώπων>> (άρθρο 157
Κ.Δ.), στην <<έγγραφον γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού
ζητήματος, εγγράφως επί τούτω υποβαλλομένου>> (άρθρο 158 Κ.Δ.), στην
<<μελέτην δικογραφίας περί μη ποινικής υποθέσεως εκκρεμούς ήδη ενώπιον
Δικαστηρίων ή άλλης αρχής και το πρώτον ανατιθεμένης τω
Δικηγόρω>> (άρθρο 159 Κ.Δ.), στην <<εξέλεγξιν τίτλων ιδιοκτησίας
ακινήτου και την περί ταύτης σύνταξιν σχετικής εκθέσεως>> (άρθρο 160
Κ.Δ.), στην <<σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημόσιων εγγράφων
για κάθε είδους δικαιοπραξίες>> (άρθρο 161 Κ.Δ.), στην <<σύνταξιν
εξωδίκων προσκλήσεων, διαμαρτυριών, απαντήσεων, δηλώσεων ή άλλων
ομοίας φύσεως εγγράφων κοινοποιουμένων ή μη>> (άρθρο 162 Κ.Δ.), στην
<<έρευναν εν τοις βιβλίοις μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς
εξακρίβωσιν της ακινήτου ιδιοκτησίας προσώπου τινός και των βαρών
αυτής>> (άρθρο 164 παρ. 1 Κ.Δ.) και στη <<σύνταξιν πάσης αιτήσεως προς
φύλακα μεταγραφών ή υποθηκών ή περιλήψεως (συμπεριλαμβανομένης της
επιμελείας προς μεταγραφήν του τίτλου) προς εγγραφήν, μεταγραφήν ή
διαγραφήν υποθήκης ή κατασχέσεως, προς λήψιν πιστοποιητικών κλπ.>>
(άρθρο 164 παρ. 2 Κ.Δ.).
γγ. <<Η νομική επεξεργασία των κατά το άρθρο 2 του νόμου 2308/1995
δηλώσεων εγγραπτέων δικαιωμάτων και των συνυποβαλλόμενων εγγράφων, σε
συσχετισμό και με κάθε άλλη αναγκαία, νομικής φύσεως πληροφορία για τη
σύνταξη και την ανάρτηση των κτηματολογικών διαγραμμάτων και
πινάκων>>, υπάγεται στην <<παροχήν συμβουλής μετά μελέτην
εγγράφων>> (άρθρο 156 Κ.Δ.), στην παροχή συμβουλής <<κατόπιν
προσκλήσεως υπό του εντολέως … εν τω γραφείω αυτού ή εν άλλω τόπω ή
κατόπιν συμβουλίου μετ’ άλλων δικηγόρων ή άλλων προσώπων>> (άρθρο 157
Κ.Δ.), στην <<έγγραφον γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού
ζητήματος, εγγράφως επί τούτω υποβαλλομένου>> (άρθρο 158 Κ.Δ.), στην
<<εξέλεγξιν τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και την περί ταύτης σύνταξιν
σχετικής εκθέσεως>> (άρθρο 160 Κ.Δ.), στην <<σύνταξη ιδιωτικών
εγγράφων ή σχεδίων δημόσιων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες>>
(άρθρο 161 Κ.Δ.), στην <<σύνταξιν εξωδίκων προσκλήσεων, διαμαρτυριών,
απαντήσεων, δηλώσεων ή άλλων ομοίας φύσεως εγγράφων
κοινοποιουμένων ή μη>> (άρθρο 162 Κ.Δ.), στην <<σύνταξιν πάσης
αιτήσεως προς συμβολαιογράφον>> (άρθρο 163 παρ. 2 Κ.Δ.), στην
<<έρευναν εν τοις βιβλίοις μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς
εξακρίβωσιν της ακινήτου ιδιοκτησίας προσώπου τινός και των βαρών
αυτής>> (άρθρο 164 παρ. 1 Κ.Δ.) και στη <<σύνταξιν πάσης αιτήσεως προς
φύλακα μεταγραφών ή υποθηκών ή περιλήψεως (συμπεριλαμβανομένης της
επιμελείας προς μεταγραφήν του τίτλου) προς εγγραφήν, μεταγραφήν ή
διαγραφήν υποθήκης ή κατασχέσεως, προς λήψιν πιστοποιητικών κλπ.>>
(άρθρο 164 παρ. 2 Κ.Δ.).
δδ. <<Η νομική επεξεργασία των κατά τα άρθρα 6 και 10 του νόμου
2308/1995 ενστάσεων και προσφυγών και η σύνταξη σχετικού υπομνήματος,
το οποίο αποτελεί μέρος του φακέλου των ενστάσεων και προσφυγών που
υποβάλλεται στον οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος,
καθώς επίσης η παροχή εκ μέρους των εν λόγω δικηγόρων οποιασδήποτε
πρόσθετης νομικής φύσεως πληροφορίας ή διευκρίνισης που τους ζητείται
από τις επιτροπές των άρθρων 6 και 10 του νόμου 2308/1995 και η
παρουσία τους ενώπιον των επιτροπών, εφόσον τους ζητείται>> υπάγονται
στην <<παροχήν συμβουλής μετά μελέτην εγγράφων ή μετ' απόφασιν προς
προφορικήν ανάπτυξιν υποθέσεως ή ζητήματος>> (άρθρο 156 Κ.Δ.), στην
παροχή συμβουλής <<κατόπιν προσκλήσεως υπό του εντολέως εν τη οικία ή
εν τω γραφείω αυτού ή εν άλλω τόπω ή κατόπιν συμβουλίου μετ’ άλλων
δικηγόρων ή άλλων προσώπων>> (άρθρο 157 Κ.Δ.)., στην <<έγγραφον
γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού ζητήματος, εγγράφως επί τούτω
υποβαλλομένου>> (άρθρο 158 Κ.Δ.), στην <<μελέτην δικογραφίας περί μη
ποινικής υποθέσεως εκκρεμούς ήδη ενώπιον Δικαστηρίων ή άλλης αρχής
και το πρώτον ανατιθεμένης τω Δικηγόρω>> (άρθρο 159 Κ.Δ.), στην
<<εξέλεγξιν τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και την περί ταύτης σύνταξιν
σχετικής εκθέσεως>> (άρθρο 160 Κ.Δ.), στη <<σύνταξιν εξωδίκων
προσκλήσεων, διαμαρτυριών, απαντήσεων, δηλώσεων ή άλλων ομοίας φύσεως
εγγράφων κοινοποιουμένων ή μη>> (άρθρο 162 Κ.Δ.), στη <<σύνταξιν
πάσης αιτήσεως προς συμβολαιογράφον>> (άρθρο 163 παρ. 2 Κ.Δ.), στην
<<έρευναν εν τοις βιβλίοις μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς
εξακρίβωσιν της ακινήτου ιδιοκτησίας προσώπου τινός και των βαρών
αυτής>> (άρθρο 164 παρ. 1 Κ.Δ.) και στη <<σύνταξιν πάσης αιτήσεως προς
φύλακα μεταγραφών ή υποθηκών ή περιλήψεως (συμπεριλαμβανομένης της
επιμελείας προς μεταγραφήν του τίτλου) προς εγγραφήν, μεταγραφήν ή
διαγραφήν υποθήκης ή κατασχέσεως, προς λήψιν πιστοποιητικών κλπ.>>
(άρθρο 164 παρ. 2 Κ.Δ.). Και
εε. <<Κάθε άλλη νομική εργασία αναγκαία για τη διασφάλιση της
αρτιότητας εκπόνησης των μελετών κτηματογράφησης>> υπάγεται σε όλες
τις αναφερόμενες στα άρθρα 156 έως 164 Κ.Δ. εξώδικες εργασίες των
δικηγόρων.
ΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Προσφεύγουμε, αιτούμενοι την ακύρωση των προσβαλλομένων, με την
παρούσα, πράξεων και παραλείψεων, για τους εξής, κυρίως, νόμω και
ουσία, βάσιμους λόγους και όσους άλλους, νομίμως, θα προσθέσουμε:
ΠΡΩΤΟΝ. 1. Οι προσβαλλόμενες πράξεις και παραλείψεις είναι προδήλως
παράνομες, ΔΙΟΤΙ η προπαρατιθέμενη (στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας, υπό
στοιχείο 5) διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998
(με την οποία καθορίζονται καίριας και καταλυτικής σημασίας συνέπειες,
για την προστασία των Δασών και των Δασικών Εκτάσεων, εξαρτώμενες από
την «Κήρυξη περιοχής υπό Κτηματογράφηση»), ερμηνευόμενες υπό το φως
των νομολογηθέντων με την (ομοίως παρατιθέμενη, στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ της
παρούσας, υπό στοιχείο 3) υπʼ αριθ. 2818/1997 ιστορικής Απόφασης του
Δικαστηρίου Σας, ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ, ευθέως και σαφώς, στις διατάξεις:
α) Του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «1. Η
προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί
υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του
το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή
κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει
τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η
σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η
μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν
προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους
χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.»
β) Του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «3.
Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή
καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή
αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν
πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται
να διατεθούν για άλλο προορισμό.»
2. Επισημαίνουμε ΟΤΙ, με τη διάταξη της παρ. 1 περ. β του άρθρου 6
του Π.Δ. 189/2009 μεταφέρθηκαν, στο Υπουργείο Π.Ε.Κ.Α., «ως σύνολο
αρμοδιοτήτων, θέσεων και προσωπικού…» οι αρμόδιες, για την προστασία
των Δασών και των Δασικών Εκτάσεων, Υπηρεσίες του Υπ.Α.Α.Τ. «ως Γενική
Γραμματεία Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, η Γενική Διεύθυνση
Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος» (βλ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας, υπό στοιχείο 2.β) και, με τον τρόπο αυτό,
αποκαταστάθηκε η συνταγματική νομιμότητα, όσον αφορά την ανάθεση της
πρωτοβουλίας και της αποκλειστικής αρμοδιότητας (κατά το άρθρο 1 παρ.
1 του Ν. 2308/1995) «κήρυξης περιοχής υπό κτηματογράφηση», στον
Υπουργό Π.Ε.Κ.Α., καθʼ ύλη αρμόδιο τόσο για την «κατάρτιση» των
Δασικών Χαρτών (σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε)
όσο και για τη «σύνταξη» του Δασολογίου (σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.
3208/2003, όπως ίσχυε).
Υπενθυμίζουμε ΟΤΙ, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, πριν από τον ανωτέρω
«καθορισμό και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων», με το υπʼ
αριθ. Π.Δ. 189/2009, η ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2308/1995
ήταν προδήλως αντισυνταγματική, όπως εκθέτουμε στην υπʼ αριθ. εκθ.
καταθ. 3574/2007, εκκρεμή, ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, Αίτηση
Ακύρωσης, ΔΙΟΤΙ η εν λόγω διάταξη (του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.
2308/1995) ανέθετε την πρωτοβουλία και την αποκλειστική αρμοδιότητα
«κήρυξης περιοχής υπό κτηματογράφηση», στον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθʼ
ύλην αναρμόδιο τόσο για την «κατάρτιση» των Δασικών Χαρτών (σύμφωνα με
το άρθρο 27 του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε) όσο και για τη «σύνταξη» του
Δασολογίου (σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3208/2003, όπως ίσχυε), με
ταυτόχρονη πλήρη αποξένωση του καθʼ ύλην αρμοδίου για την «κατάρτιση»
των Δασικών Χαρτών και τη «σύνταξη» του Δασολογίου (σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε και του άρθρου 3
του Ν. 3208/2003, όπως ίσχυε) Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
3. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, η προπαρατιθέμενη (στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας, υπό
στοιχείο 5) διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998
(όπως ίσχυε), ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ υπό το πρίσμα ΑΦΕΝΟΣ των νομολογηθέντων, με
την υπʼ αριθ. 2818/1997 Απόφαση του Δικαστηρίου Σας, με την οποία
κρίθηκε (α) ότι είναι εκτελεστή η άρνηση ή παράλειψη των τότε αρμοδίων
(Δασικών) Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας (νυν Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων) να «καταρτίσουν» τους Δασικούς Χάρτες και να «συντάξουν»
το Δασολόγιο και (β) ότι οι εν λόγω διαδικασίες «κατάρτισης» και
«σύνταξης» πρέπει να προτάσσονται της διαδικασίας σύνταξης του
Εθνικού Κτηματολογίου, έναντι της οποίας είναι «αυτοτελείς» και
«ανεξάρτητες», με την έννοια, ότι, για λόγους προστασίας των Δασών
και των Δασικών Εκτάσεων, «τυχόν ….επιχειρούμενη τοιαύτη συνάρτηση
είναι ανεπίτρεπτη» και ΑΦΕΤΕΡΟΥ της επακολουθήσασας (κατά τα
εκτιθέμενα στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας, υπό στοιχείο 4) κατάργησης (με
το άρθρο 28 παρ. 15 του Ν. 2664/1998)των (εκτελεστικών του άρθρου 24
παρ. 1 του Συντάγματος, για την προληπτική προστασία των δασών και των
δασικών εκτάσεων) διατάξεων (α) του άρθρου 11, υπό τον τίτλο
«Φωτογράφησις», (β) του άρθρου 12, υπό τον τίτλο «Χαρτογράφησις» και
του άρθρου 13, υπό τον τίτλο «Δασολόγιο» του Ν. 998/1979,
(περιλαμβανομένων, υπό τον αποκαλυπτικό του περιεχομένου τους και του
σκοπού τους, γενικό τίτλο «ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ»), ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ, ευθέως και
σαφώς, στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, όπως κατωτέρω,
ειδικότερα, εκτίθεται.
4. Όλες οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998 και,
προεχόντως, το τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής (σύμφωνα με το οποίο:
«Στις περιοχές οι οποίες κηρύσσονται υπό κτηματογράφηση, σύμφωνα με το
ν. 2308/1995 (ΦΕΚ 114 Α’), για τις οποίες δεν υφίσταται δασικός
χάρτης, οι εργασίες κατάρτισής του, εάν η απόφαση του πρώτου εδαφίου
της παραγράφου αυτής δεν εκδοθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών
από την κήρυξη της περιοχής υπό κτηματογράφηση, εκτελούνται από την
“Κτηματολόγιο Ανώνυμη Εταιρεία” με αναθέσεις σε ιδιωτικά γραφεία
δασολόγων, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές της περίπτωσης α’ της
παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου»), όπως ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης
των προσβαλλομένων πράξεων, ΑΝΤΙΚΕΙΝΤΑΙ, ευθέως και σαφώς, για τους
προαναφερόμενους λόγους, στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, ΔΙΟΤΙ:
α) ΕΝΑΝΤΙΟΝ των νομολογηθέντων, με την υπʼ αριθ. 2818/1997 ιστορική
Απόφαση του Δικαστηρίου Σας, εξαρτούν τις διαδικασίες «κατάρτισης»
Δασικών Χαρτών και «σύνταξης» Δασολογίου από την κήρυξη ορισμένων
περιοχών υπό κτηματογράφηση. Και
β) ΕΝΑΝΤΙΟΝ των νομολογηθέντων, με την υπʼ αριθ. 2818/1997 ιστορική
Απόφαση του Δικαστηρίου Σας, ο Υπουργός Π.Ε.Κ.Α., αποκλειστικώς,
πλέον, αρμόδιος ΤΟΣΟ για την «κήρυξη ορισμένης περιοχής υπό
κτηματογράφηση» ΟΣΟ και για την «κατάρτιση» Δασικών Χαρτών και τη
«σύνταξη» Δασολογίου, ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ από το Νόμο ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟΥ
διαδικαστικής και ουσιαστικής ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗΣ του, κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων του, ως Προϊσταμένου των Δασικών Υπηρεσιών του Κράτους,
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ (σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος), για
την προστασία των Δασών και των Δασικών Εκτάσεων, ΥΠΕΡ της άσκησης των
αρμοδιοτήτων αυτών από την Εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Ειδικότερα,
ΚΑΤΕΣΤΗ ΑΡΜΟΔΙΟΣ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΝΔΙΚΗΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ (όπου
εξαντλείται, πλέον, η σχετική αρμοδιότητά του για την κήρυξη υπό
κτηματογράφηση περιοχών της ελληνικής επικράτειας και, συνακόλουθα,
για την «κατάρτιση» των Δασικών Χαρτών του απομείναντος εκτός
κτηματογράφησης-μη κηρυχθέντος υπό κτηματογράφηση, μέχρι την
15.7.2010- μεγαλύτερου μέρους της!!!!!), ΝΑ ΚΙΝΗΣΕΙ την τριακονθήμερη
προθεσμία της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998, της οποίας η
άπρακτη παρέλευση ΕΠΙΦΕΡΕΙ την ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ των Δασικών Υπηρεσιών του
Κράτους, από τις αρμοδιότητές τους, που συνάπτονται με τα «ΜΕΤΡΑ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ» (των καταργούμενων διατάξεων των άρθρων 11, 12 και 13 του
Ν. 998/1979), ΥΠΕΡ της περιέλευσης αυτών των (κατά το Σύνταγμα)
ΑΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΩΝ αρμοδιοτήτων, στην Εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», ΜΕΤΑ
ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ των εξής αναμενόμενων, μετά βεβαιότητος, κατά την
κοινή λογική και πείρα, δύο γεγονότων:
(αα) Του γεγονότος ΟΤΙ οι αρμόδιες Δασικές Υπηρεσίες περιήλθαν σε
«αδυναμία εκτέλεσης των εργασιών κατάρτισης των δασικών χαρτών» .Και
(ββ) Του γεγονότος ΟΤΙ ο κινήσας (για τη ιστορική ακρίβεια
η κινήσασα) την εν λόγω τριακονθήμερη προθεσμία Υπουργός ΔΕΝ εξέδωσε
την απαιτούμενη, κατά Νόμο, «Απόφαση για ανάθεση εκτέλεσης των ως άνω
εργασιών σε ιδιωτικά γραφεία εκπόνησης δασικών μελετών της κατηγορίας
24 άρθρου μόνου του π.δ. 541/1978 “περί κατηγοριών μελετών” (ΦΕΚ 116
Α’)», με αποτέλεσμα, να περιέλθει, κατά το Νόμο, η αρμοδιότητα
εκτέλεσης των εργασιών αυτών στην <<«Κτηματολόγιο Ανώνυμη Εταιρεία» με
αναθέσεις σε ιδιωτικά γραφεία δασολόγων, σύμφωνα με τις τεχνικές
προδιαγραφές……..>>.
5. ΣΥΝΕΠΩΣ, η προεκτεθείσα, σαφής και ευθεία, αντίθεση των διατάξεων
της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998 προς τις προπαρατεθείσες
διατάξεις του Συντάγματος, ΔΙΟΤΙ οι διατάξεις αυτές, ΑΦΟΥ (ΕΝΑΝΤΙΟΝ
των νομολογηθέντων, με την υπʼ αριθ. 2818/1997 ιστορική Απόφαση του
Δικαστηρίου Σας) ΚΑΤΗΡΓΗΣΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ (13) ΕΤΗ τις
εκτελεστικές του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, για την προληπτική
προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων) διατάξεις (α) του άρθρου
11, υπό τον τίτλο «Φωτογράφησις», (β) του άρθρου 12, υπό τον τίτλο
«Χαρτογράφησις» και του άρθρου 13, υπό τον τίτλο «Δασολόγιο» του Ν.
998/1979 (περιλαμβανόμενες, υπό τον αποκαλυπτικό του περιεχομένου τους
και του σκοπού τους, γενικό τίτλο «ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ»):
α) ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΑΝ, κατά νομική κυριολεξία, την αδρανοποίηση (αν όχι την
απονέκρωση) της, κατά το Σύνταγμα, υποχρέωσης του Κράτους (και της
άσκησης των εν λόγω σχετικών, με την προστασία των Δασών και των
Δασικών Εκτάσεων, αρμοδιοτήτων των κρατικών Υπηρεσιών), για την
«κατάρτιση» Δασικών Χαρτών και τη «σύνταξη» Δασολογίου, ΥΠΕΡ της
διαδικασίας κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου, από την Ανώνυμη
Εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», όπως αυτό αποδεικνύεται, πανηγυρικά, από
την ιστορία εφαρμογής των διατάξεων αυτών ΕΠΙ ΔΕΚΑΤΡΙΑ (13) ΕΤΗ, με
αποτέλεσμα την ανυπαρξία κυρωμένων Δασικών Χαρτών, μέχρι σήμερα(!!!!!).
β) ΘΕΣΠΙΣΑΝ, κατά νομική κυριολεξία, διαδικασία αποξένωσης και
απογύμνωσης των αρμόδιων καθʼ ύλην Δασικών Υπηρεσιών του Κράτους, από
τις σχετικές με τις εν λόγω διαδικασίες αρμοδιότητές τους (κατά το
άρθρο 24 του Συντάγματος), ΥΠΕΡ της περιέλευσης των αρμοδιοτήτων αυτών
στην Ανώνυμη Εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», η οποία, ασφαλώς, ΔΕΝ
ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ να υποκαταστήσει το Κράτος στην εκπλήρωση της υποχρέωσής
του, να προβεί στη σύνταξη Δασολογίου, σύμφωνα, μάλιστα, με τα
κριθέντα, με την υπʼ αριθ. 2818/1997 Απόφαση του Δικαστηρίου Σας. Και
γ) ΘΕΤΟΥΝ, αμείλικτα, το ακόλουθο ερώτημα, το οποίο, κατά κοινή λογική
και πείρα, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να έχει καταφατική απάντηση: Είναι δυνατόν η
Εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», ΣΥΓΚΡΙΝΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ
ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΝΑ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΘΕΙ, ΩΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΗ (ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ,
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΑΣΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ), ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, ΝΑ ΑΝΑΘΕΤΕΙ την «κατάρτιση» των Δασικών Χαρτών σε Γραφεία
εκπόνησης Δασικών Μελετών, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ (ΑΝΑΤΙΘΕΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ) ΜΕΓΙΣΤΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΕΡΓΟΥ και ΝΑ ΕΛΕΓΧΕΙ,
προσηκόντως, τους αναδόχους Μελετητές, ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ, ΑΠΛΩΣ, ΕΚ ΤΩΝ
ΥΣΤΕΡΩΝ, από τις αρμόδιες Δασικές Υπηρεσίες του Κράτους, οι οποίες,
κατʼ εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998, ΒΡΕΘΗΚΑΝ, ΣΤΑ
ΔΕΚΑΤΡΙΑ (13) ΕΤΗ «εφαρμογής» των διατάξεων αυτών, ΝΑ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ
ΕΚΤΕΛΕΣΟΥΝ Η΄ ΑΝΑΘΕΣΟΥΝ ΤΙΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΟΥΝ
ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ;
ΔΕΥΤΕΡΟΝ. 1. Σε άμεση συνάρτηση με τα προεκτεθέντα, υπό στοιχείο
ΠΡΩΤΟΝ, η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 7 του Ν. 2664/1998, είναι
προδήλως αντισυνταγματική ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ αποκλείει, πλήρως, τη λεγόμενη
«πρακτική εναρμόνιση» της προστασίας των εννόμων αγαθών, στην οποία
αποβλέπει η εκπλήρωση της κρατικής υποχρέωσης για τη «σύνταξη»
Δασολογίου, (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδάφιο τρίτο
του Συντάγματος) με την προστασία των εννόμων αγαθών στην οποία
αποβλέπει η εκπλήρωση της κρατικής υποχρέωσης για τη «σύνταξη» του
«Εθνικού Κτηματολογίου» (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2
εδάφιο τρίτο του Συντάγματος), όπως η εν λόγω «πρακτική εναρμόνιση»
καταστρώνεται και περιγράφεται, με εξαιρετική ακρίβεια, στη σπουδαία
υπʼ αριθ. 2818/1997 Απόφαση του Δικαστηρίου Σας, ως ανάγκη ύπαρξης δύο
«αυτοτελών» και «ανεξάρτητων» διαδικασιών, από τις οποίες η αφορώσα
την «κατάρτιση» των Δασικών Χαρτών (για τη «σύνταξη» Δασολογίου)
πρέπει να προτάσσεται της διαδικασίας σύνταξης του Εθνικού
Κτηματολογίου, για λόγους προστασίας των Δασών και των Δασικών
Εκτάσεων, με βάση την αρχή-κανόνα ότι «τυχόν ….επιχειρούμενη τοιαύτη
συνάρτηση [των δύο διαδικασιών] είναι ανεπίτρεπτη»(!!!!!).
2. Ειδικότερα, εξαιτίας της θέσπισης των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου
27 παρ. 7 του Ν. 2664/1998 και της κατʼ εφαρμογήν τους επελθούσας
πλήρους αδρανοποίησης των αρμόδιων Δασικών Υπηρεσιών, επί ΔΕΚΑΤΡΙΑ
(13) ΕΤΗ, κατά τα προεκτεθέντα, ΕΚΛΕΙΠΕΙ-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ κάθε δυνατότητα
και κάθε προοπτική της «προταθείσας» από την ανωτέρω, υπʼ αριθ.
2818/1997Απόφαση του Δικαστηρίου Σας, «πρακτικής εναρμόνισης», ΔΙΟΤΙ,
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, προς την εν λόγω Νομολογία, ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΘΗΚΕ η
ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ-ΣΥΓΧΥΣΗ των προμνημονευόμενων δύο (2) «αυτοτελών» και
«ανεξάρτητων» διαδικασιών («σύνταξης» Δασολογίου και «σύνταξης»
Εθνικού Κτηματολογίου) και ΑΝΤΙ η διαδικασία «σύνταξης» Δασολογίου ΝΑ
ΠΡΟΤΑΧΘΕΙ (ως «αυτοτελής» και «ανεξάρτητη») της διαδικασίας «σύνταξης»
Εθνικού Κτηματολογίου, ΑΦΑΙΡΕΘΗΚΕ από τις αρμόδιες Δασικές Υπηρεσίες,
ΕΝΤΑΧΘΗΚΕ-ΕΝΣΩΜΑΤΩΘΗΚΕ στη διαδικασία «σύνταξης» Εθνικού Κτηματολογίου
και, τελικώς, ΥΠΗΧΘΗ στις «αρμοδιότητες» της Εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Α.Ε.», κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος και ΕΠΙ ΒΛΑΒΗ της
προστασίας των Δασών και των Δασικών Εκτάσεων, αρρήκτως συνδεόμενων με
την προστασία της δημόσιας γης, βάσει του τεκμηρίου κυριότητας του
Ελληνικού Δημοσίου επί της Δασικής γης.
3. Πράγματι, η προπεριγραφείσα ανατροπή-ματαίωση της εν λόγω
«προταθείσας» από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Σας «πρακτικής
εναρμόνισης» (των αντίθετων μεταξύ των διαδικασιών «σύνταξης»
Δασολογίου και Εθνικού Κτηματολογίου) ΚΑΘΙΣΤΑ ΠΡΟΔΗΛΩΣ
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ την προεκτεθείσα ΣΥΓΧΥΣΗ των επίμαχων διαδικασιών και
ΔΙΟΤΙ Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ, Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΑΞΗ της διαδικασίας
«κατάρτισης» -«σύνταξης» Δασικών Χαρτών και Δασολογίου, ΥΠΗΡΕΤΕΙ,
ταυτοχρόνως και αδιαχωρίστως, την προστασία των Δασών και της Δημόσιας
Ιδιοκτησίας, ΕΦΟΣΟΝ:
α. Το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί της
προστατευόμενης, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος δασικής γης,
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ και τον εντελώς παράλογο, όσο και
παράνομο-αντισυνταγματικό χαρακτήρα της κήρυξης και της έναρξης της
κτηματογράφησης, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ
ΔΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΤΩΝ, ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΟΠΟΙΑ Η ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΤΗ ΔΙΑΛΥΤΙΚΗ
ΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ
ΓΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΘΕΙ ΔΑΣΙΚΗ(!!!!!).Και
β. Η κτηματογράφηση ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ
ΧΑΡΤΩΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, από το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, να
δημιουργήσει, υπέρ ιδιωτών, οποιοδήποτε δικαίωμα, αντιστρατευόμενο,
κατά την άσκησή του, το αυταπόδεικτο γενικό συμφέρον της ταυτόχρονης
και αδιαχώριστης προστασίας των Δασών και της Δημόσιας Γης, το οποίο
υπηρετούν και εξασφαλίζουν η κύρωση των Δασικών Χαρτών και η «σύνταξη»
του Δασολογίου, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος.
4. Υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες λογικών και νομικών ατόπων, αλλά και
αξεπέραστων πραγματικών αδιεξόδων, τα οποία προέκυψαν από την εφαρμογή
των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 7 του Ν. 2664/1998, ο Νομοθέτης,
εμμένοντας, αναιτιολογήτως, στις εν λόγω απολύτως εσφαλμένες, ως
προδήλως αντισυνταγματικές επιλογές και ρυθμίσεις, προχώρησε, όπως
ήταν αναμενόμενο, στην εξίσου εσφαλμένη, ως προδήλως αντισυνταγματική
(για τους ανωτέρω παρατεθέντες λόγους) θεσμοθέτηση νέων ρυθμίσεων
«ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ
ΧΑΡΤΩΝ», με τα άρθρα 13-26 του πρόσφατου Ν. 3889/2010, με τις οποίες
συρρικνώνεται, περαιτέρω, ο θεσμικός ρόλος και οι ουσιαστικές
αρμοδιότητες των Δασικών Υπηρεσιών, ΥΠΕΡ της θεσμικής αναβάθμισης και
της διεύρυνσης των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων της Εταιρείας
«ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Στην Εταιρεία αυτή ανήκει, πλέον, η πρωτοβουλία
και η ευθύνη, να «επιτύχει», αναθέτοντας τη σύνταξη των Δασικών Χαρτών
σε γραφεία Δασικών Μελετών και συνεργαζόμενη, στη συνέχεια, με τους
αναδόχους (άρθρο 13 παρ. 3 και 4 του Νόμου), την κύρωση των Δασικών
Χαρτών, εντός βραχύτατων προθεσμιών, που καταπιέζουν, ασφυκτικά, τις
Δασικές Υπηρεσίες, να υλοποιήσουν και να ολοκληρώσουν, μέσα σε
ελάχιστους μήνες, τις σχετικές εργασίες και διαδικασίες, ΩΣΤΕ να
διερωτώμεθα, ευλόγως, ποιες μαγικές ιδιότητες διαθέτει η εταιρεία
«ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», (ΥΠΕΡ της οποίας ο Νομοθέτης των άκαρπων επί
ΔΕΚΑΤΡΙΑ (13) έτη, διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 7 του Ν. 2664/1998
θυσίασε, κατά κυριολεξία, τις ρυθμίσεις του Ν. 998/1979 και τη
σπουδαία σχετική ερμηνευτική πρόταση της υπʼ αριθ. 2818/1997 Απόφασης
του Δικαστηρίου Σας), ΓΙΑ ΝΑ ΟΡΙΣΘΕΙ (με συνέπεια την καταλυτική, κατά
παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, διακινδύνευση της δασικής
προστασίας), ΩΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΗ από όλες τις Δασικές Υπηρεσίες του
Κράτους, για την επίτευξη της «ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΤΩΝ» (του Ν. 3889/2010), που είχε,
ήδη, προβλεφθεί από τις διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 του Ν.
998/1979, αλλά δεν εκτελέσθηκε, μέχρι σήμερα;
ΤΡΙΤΟΝ. 1. Σε άμεση συνάρτηση με τα προεκτεθέντα, υπό στοιχείο
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, είναι προδήλως παράνομα, πρωτίστως, ως αντικείμενα, ευθέως
και σαφώς, στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 24 παρ.1 και 2,
117 παρ.3 και 17 παρ.1 του Συντάγματος, για τους λόγους, που έχουν
αρκούντως εκτεθεί, ανωτέρω, τα από 6 Αυγούστου 2010 «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ- ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-
ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ» (κατά το μέρος τους, που προσβάλλεται).
2. Περαιτέρω, τα ανωτέρω «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ…» (κατά το μέρος
τους, που προσβάλλεται) είναι προδήλως παράνομα ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ:
α. Δεν εμπίπτουν στις προβλέψεις και στο πεδίο εφαρμογής του Ν.
3845/2010 («Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της
ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» – ΦΕΚ τ.Α 65/2010) και των Παραρτημάτων
του και, συγκεκριμένα:
(αα) Του Παραρτήματος Ι: Από 25.03.2010 «ΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ»
(ββ) Του Παραρτήματος ΙΙ: Από 11.04.2010 «ΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ»
(γγ) Του Παραρτήματος ΙΙΙ: «ΕΛΛΑΔΑ – ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 3 Μαΐου 2010» Και
(δδ) Του Παραρτήματος IV: Ελλάδα: «ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ΣΤΙΣ
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 3 ΜΑΪΟΥ 2010»
β. Εκδόθηκαν αναρμοδίως από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδας.
γ. Υπό τη μη συντρέχουσα, κατά τη γνώμη μας, εκδοχή ότι αποτελούν
διεθνή συμβατική δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά την έννοια
του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος, «υπερισχύουν από κάθε άλλη
αντίθετη διάταξη νόμου» ΚΑΙ ΟΧΙ των διατάξεων των άρθρων 24 παρ.1 και
2, 117 παρ.3 και 17 παρ.1 του Συντάγματος, τις οποίες παραβιάζουν,
κατά τα προεκτεθέντα. Και
δ. Δεν εμπίπτουν στις προβλέψεις και στο πεδίο εφαρμογής της Απόφασης
2010/320/ΕΕ (ΕΕ L 145 της 11.6.2010, σελ. 6) του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης «απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση
και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, δια της οποίας
ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που
κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού
ελλείμματος».
3. Σε κάθε περίπτωση, τα ανωτέρω «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ…» (κατά
το μέρος τους, που προσβάλλεται) ΔΕΝ αποτελούν, ούτε θέτουν κανόνες
του Κοινοτικού Δικαίου, ΕΝΩ, κατά τα λοιπά, ισχύουν τα νομολογηθέντα
με την από 22.04.2010 Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων επί της υπόθεσης C-82/09, για την κατά το Σύνταγμα και την
εθνική νομοθεσία προστασία των Δασών και των Δασικών Εκτάσεων. (βλ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας, υπό στοιχείο 13)
ΤΕΤΑΡΤΟΝ. 1. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι προδήλως παράνομες,
ΔΙΟΤΙ, υπό την επιεικέστερη εκδοχή, έχουν εκδοθεί, λόγω προφανούς και
ουσιώδους πλάνης, περί το Νόμο και τα πράγματα, συνιστάμενης στο
γεγονός, ότι υπολαμβάνουν, ως νομικά και πραγματικά εφικτή την
ανέφικτη κτηματογράφηση και, ειδικότερα, την ανέφικτη κατάρτιση
Δασικών Χαρτών, ΕΞΑΙΤΙΑΣ της περιγραφόμενης στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ της παρούσας
(βλ. υπό στοιχείο 12) ενεργού (μέχρι σήμερα, για τους κατωτέρω
περιγραφόμενους λόγους) αμφισβήτησης της συνταγματικότητας του Ν.
3147/2003 και του Ν. 3208/2003, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου
Σας, ΕΦΟΣΟΝ είναι και λογικά απολύτως αδύνατη, προς το παρόν, η
διάκριση των δασών και των δασικών εκτάσεων από τις λοιπές εκτάσεις
της κηρυσσόμενης υπό κτηματογράφηση γης, ΕΝΟΣΩ, μετά την
πραγματοποιηθείσα, με τις διατάξεις του Ν.3818/2010, μερική επαναφορά
σε ισχύ του Ν. 998/1979 και μερική κατάργηση κρισίμων διατάξεων του Ν.
3208/2003, δεν υπάρχει, πλέον, σαφής νομοθετικός ορισμός τους Δάσους
και της Δασικής Έκτασης και έχει επικρατήσει πλήρης σύγχυση, περί την
ερμηνεία και εφαρμογή των κειμένων σχετικών διατάξεων, όπως
διαμορφώθηκαν, μετά την έναρξη ισχύος του Ν.3818/2010.
2. Ειδικότερα, η Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής
Αλλαγής, περιέλαβε στις Προγραμματικές Δηλώσεις της, στη Βουλή των
Ελλήνων, την 16.10.2009, τα ακόλουθα:
«…Προτεραιότητα 3η: Δάση και προστατευόμενες περιοχές. Το
Κτηματολόγιο, στηριγμένο σε εφαρμογές σύγχρονων αυτοματοποιημένων
πληροφοριακών συστημάτων ολοκληρωμένης απεικόνισης, θα αναλάβει άμεσα
τη σύνταξη των δασικών χαρτών για το σύνολο της χώρας, με ορίζοντα
ολοκλήρωσης τα επόμενα τρία χρόνια. Για να μην υπάρχουν κίνητρα για
καταπατήσεις και αλλαγές χρήσης. Ως πρώτο δείγμα γραφής, καταθέτουμε
την επόμενη εβδομάδα νομοσχέδιο για τα καμένα της Αττικής
προστατεύοντας τις καμένες εκτάσεις από καταπατήσεις διασφαλίζοντας
τις εκτάσεις που είναι προς αναδάσωση για να μην αλλάξουν χαρακτήρα.
Το σημαντικότερο όμως όλων αναστέλλουμε την εφαρμογή της διάταξης του
άρθρου 1 του ν. 3208/2003 για τον ορισμό των δασών αντικαθιστώντας τη
με το άρθρο 3 του ν. 998/79….»
Δυστυχώς, αντίθετα προς τις προαναφερόμενες Προγραμματικές Δηλώσεις,
το άρθρο 9 του ψηφισθέντος Ν.3818/2010:
(αα) ΔΕΝ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ «την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 του ν.
3208/2003 για τον ορισμό των δασών»
(ββ) ΔΕΝ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ «την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 του ν.
3208/2003 για τον ορισμό των δασών … με το άρθρο 3 του ν. 998/79.».
(γγ) ΠΡΟΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΜΕΡΙΚΗ και, για το λόγο αυτό, άκρως προβληματική
(για την ερμηνεία και την εφαρμογή της Δασικής Νομοθεσίας) κατάργηση
ορισμένων μόνο διατάξεων του άρθρου 1 του Ν.3208/2003, και, με τον
τρόπο αυτό, ΧΩΡΙΣ να επαναφέρει σε ισχύ το άρθρο 3 του Ν.998/1979,
(ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ, σύμφωνα με τις Προγραμματικές Δηλώσεις, «την
εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 για τον ορισμό
των δασών … με το άρθρο 3 του ν. 998/79.») Και
(δδ) ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ και ΥΙΟΘΕΤΕΙ, πανηγυρικά, εξ αποτελέσματος
τουλάχιστον, όλες τις λοιπές σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 3208/2003
(Ενδεικτικά, διαπιστώνουμε ότι έχουν «διαφύγει», οριστικά, της δασικής
προστασίας «αι άβατοι κλιτύες των ορέων», με τις σπουδαιότατες, όσο
και αυτονόητες βλαπτικές συνέπειες, που συνεπάγεται η έκλειψη αυτής
της προστασίας) και του Ν.3147/2003, των οποίων αμφισβητείται η
συνταγματικότητα, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου Σας.
3. Με την προμνημονευόμενη πανηγυρική επικύρωση και υιοθέτηση των
προμνημονευομένων διατάξεων του Ν.3208/2003 και του Ν.3147/2003, έχει
επικρατήσει πλήρης σύγχυση και αδυναμία ερμηνείας και εφαρμογής του
Ν.3818/2010, που αποδεικνύεται, αλλά και επιτείνεται από το γεγονός,
ΟΤΙ, όπως πληροφορούμεθα, ΔΕΝ έχει υπογραφεί, μέχρι σήμερα, από την
Υπουργό Π.Ε.Κ.Α, εννέα (9) μήνες, μετά τη σύνταξή της, η Εγκύκλιος
(«ΘΕΜΑ: Οδηγίες Εφαρμογής άρθρου 3 νόμου 998/1979, όπως τροποποιήθηκε
με την παράγραφο 1 άρθρου 9 νόμου 3818/2010») εφαρμογής του Νόμου
αυτού, που εισηγήθηκαν οι αρμόδιες Δασικές Υπηρεσίες (βλ. το
συνοδευτικό της Εγκυκλίου, υπʼ αριθ.πρωτ. 764/1.3.2010 έγγραφο του
Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών &
Φυσικού Περιβάλλοντος, προς την Υπουργό Π.Ε.Κ.Α., υπογεγραμμένο από το
Γενικό Διευθυντή, κ. Σταύρο ΣΑΓΡΗ, το Διευθυντή Δασικών Χαρτών, κ.
Κωνσταντίνο ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗ, τη Διευθύντρια Διεύθυνσης Προστασίας Δασών και
Φ.Π., κα Μαρία ΠΑΦΙΛΗ και τον Τμηματάρχη της ίδιας Διεύθυνσης, κ.
Αντώνη ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ).
4. ΣΥΝΕΠΩΣ, είναι απολύτως ανέφικτη η προκηρυχθείσα Κτηματογράφηση,
ΔΙΟΤΙ, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, η συναπτόμενη με αυτή κατάρτιση
των Δασικών Χαρτών του μεγαλύτερου μέρους της Ελληνικής Επικράτειας
ΠΡΟΣΚΡΟΥΕΙ στο προσωρινό δεδικασμένο της (παρατιθέμενης στο ΙΣΤΟΡΙΚΟ
της παρούσας, υπό στοιχείο 11) υπʼ αριθ. 202/2005 Απόφαση της
Επιτροπής Αναστολών του Δικαστηρίου Σας, ΕΦΟΣΟΝ, κατʼ ουσίαν και κατά
κυριολεξία, συνεπάγεται την άμεση κίνηση της διαδικασίας σύνταξης
Δασικών Χαρτών, βάσει των αμφισβητούμενης (ενώπιον της Ολομέλειας του
Δικαστηρίου Σας) συνταγματικότητας διατάξεων του Ν. 3147/2003 και
3208/2003, με αποτέλεσμα να παραμείνει «χωρίς την προστασία της
δασικής νομοθεσίας ένα σημαντικό μέρος εδαφικών εκτάσεων, οι οποίες
μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης είχαν χαρακτηρισθεί ως δάση ή
δασικές εκτάσεις», ΕΠΕΙΔΗ, ακριβώς, η εκτέλεση και της επίδικης
Κτηματογράφησης «ενέχει τον κίνδυνο μεταβολής του χαρακτήρα των
ανωτέρω εκτάσεων και συνεπάγεται, με τη δημιουργία μη αντιστρέψιμων
καταστάσεων βλάβη του δασικού πλούτου της χώρας».
III. Ενόψει των προαναφερόμενων, οι προσβαλλόμενες με την παρούσα
πράξεις και παραλείψεις είναι παράνομες και ακυρωτέες.
IV. Επισυνάπτουμε στην παρούσα τα παραστατικά καταβολής του παραβόλου.
V. Αντίκλητό μας διορίζουμε τον πληρεξούσιο Δικηγόρο μας στην Αθήνα,
κ. Αχιλλέα ΔΡΟΓΩΣΗ του Αντωνίου, δικηγόρο παρʼ Αρείω Πάγω, διορισμένο
στο Πρωτοδικείο Αθηνών (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 17792), κάτοικο Αθηνών (οδός Γ΄
Σεπτεμβρίου αριθ. 90 – Τ.Κ. 10434 Αθήνα – τηλ.210/822.2020 &
210/822.20.27).
ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ
και όσα άλλα, νομίμως, θα προσθέσουμε
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Α. Την Ακύρωση:
1. Της συντελεσθείσας, την 14.8.2010 (λόγω παρέλευσης άπρακτης της
τασσόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.7 εδάφιο τρίτο του Ν.
2664/1998, τριακονθήμερης προθεσμίας, από τη δημοσίευση της κατωτέρω,
υπό στοιχείο 2, αναφερόμενης, υπʼ αριθ. 27826/28.6.2010 («Κήρυξη
περιοχών υπό κτηματογράφηση για τις εργασίες του Εθνικού
Κτηματολογίου»- ΦΕΚ τ. Βʼ 1077/15.7.2010) Απόφασης της Υπουργού
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής- εφεξής Υ.Π.Ε.Κ.Α.)
παράλειψης της ίδιας Υπουργού (Π.Ε.Κ.Α.) ΕΙΤΕ να κινήσει (σε εκπλήρωση
της συνταγματικής υποχρέωσης του Κράτους, για τη σύνταξη «Δασολογίου»)
τη διαδικασία κατάρτισης Δασικών Χαρτών και εκτέλεσης των σχετικών
εργασιών από τις Υπηρεσίες του άρθρου 28 παρ. 9, 10 και 11 του Ν.
2664/1998 (όπως ίσχυαν), ΕΙΤΕ να αναθέσει την εκτέλεση των ως άνω
εργασιών, σε Ιδιωτικά Γραφεία Εκπόνησης Δασικών Μελετών της Κατηγορίας
24 του άρθρου μόνου του Π.Δ. 541/19782.
2. Της υπʼ αριθ. 27826/28.6.2010 («Κήρυξη περιοχών υπό κτηματογράφηση
για τις εργασίες του Εθνικού Κτηματολογίου»- ΦΕΚ τ. Βʼ 1077/15.7.2010)
Απόφασης της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α..
3. Των από 6 Αυγούστου 2010 «ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ- ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ- ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ»,
εκδοθέντων από τον Υπουργό Οικονομικών, κ Γεώργιο ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
και από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ Γεώργιο ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟ,
και απευθυνομένων προς τους κκ Jean-Claude JUNCKER, Πρόεδρο
Eurogroup, Olli REHN, Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude TRICHET, Πρόεδρο Ευρωπαϊκή Κεντρικής
Τράπεζας, και Dominique STRAUSS-KAHN, Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου, ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ, με το οποίο ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ-
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΤΑΙ η έκδοση και το περιεχόμενο των ως άνω, υπό στοιχεία 1
και 2, συμπροσβαλλομένων πράξεων και παραλείψεων και ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΤΑΙ η
κηρυχθείσα, ως άνω, «κτηματογράφηση [των] λοιπ[ών] περιοχ[ών] της
ελληνικής επικράτειας….», με την περιλαμβανόμενη, στα εν λόγω
«κείμενα», υπό τον τίτλο «2. Ενέργειες για τον τρίτο απολογισμό (να
έχουν ολοκληρωθεί έως το τέλος του τέταρτου τριμήνου 2010)» και υπό
τον υπότιτλο «Επιχειρηματικό περιβάλλον», ρήτρα, σύμφωνα με την οποία:
«Η Κυβέρνηση θα επιταχύνει την ολοκλήρωση του κτηματολογίου και θα
ετοιμάσει μία έκθεση προόδου, συμπεριλαμβανομένου και ενός σχεδίου
δράσης». Και
4. Και κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, συναφούς προς τις
προαναφερόμενες, υπό στοιχείο 1, 2 και 3, πράξεις και παραλείψεις.
Β. Την καταδίκη του αντιδίκου μας στη δικαστική δαπάνη μας.
Ο
πληρεξούσιος Δικηγόρος
ΔΗΜΟΣ Γ. ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ – Α.Μ. 1042
ΟΔΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 19 oΤΗΛ. 2310-221597
5 4 6 2 4 Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η
Email: [email protected]