Για την επιβολή του Φ.Π.Α. στους δικηγόρους και συμβολαιογράφους κατά την είσπραξη αμοιβών για παροχή νομικών υπηρεσιών

Ομιλία του κ. Δ. Κυριακόπουλου, δικηγόρου, μέλους της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τους έμμεσους φόρους-δασμούς του Υπουργείου Οικονομικών στην κοινή εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης  και Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 15/12/2009

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι

Φαίνεται πως το σχήμα δικηγόροι – κλειστό επάγγελμα με διασφαλισμένες ελάχιστες αμοιβές, φοροδιαφεύγοντες και απαλλασσόμενοι από το Φ.Π.Α., αποτελεί πάγια και διαμορφωμένη διαχρονικά Πολιτική έναντι του δικηγορικού σώματος και όχι μόνον.

Όπως προέκυψε και από τις εισηγήσεις των προηγούμενων ομιλητών, τα στερεότυπα αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και μας απαξιώνουν άδικα στην Ελληνική Κοινωνία, παρουσιάζοντάς μας ως έναν επαγγελματικό κλάδο που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που του αναλογούν. Αξίζει να επισημάνουμε ότι είμαστε ο μόνος κλάδος ελεύθερων επαγγελματιών, ο οποίος φορολογείται στην πηγή με φόρο 15% (Ν. 2753/1999), προεισπραττόμενο αυθημερόν και αποδιδόμενο άμεσα στη φορολογική Αρχή, σε μία προσπάθεια να δημιουργηθεί μια σχέση αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης με την Πολιτεία.

Η παρουσίαση του επαγγελματικού μας κλάδου ως προνομιούχου και φοροδιαφεύγοντος και η διαμορφούμενη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργεί μείζον πρόβλημα. Διότι η στοχοποίησή μας αποσκοπεί στην κοινωνική μας απομόνωση, στην εξουδετέρωση των αντιδράσεών μας προκειμένου να εφαρμοσθούν πολιτικές όχι αντίθετες μόνο με τα συμφέροντά μας αλλά αντίθετες και στα συμφέροντα των Ελλήνων Πολιτών.

Συνεπώς, χρέος μας είναι η βαθειά γνώση όλων των θεμάτων αυτών και η καθημερινή και κρυστάλλινη απάντηση για το ποιους και τι εξυπηρετούν οι πολιτικές και οι φωνές αυτές.

Τέτοιο παράδειγμα παραπλάνησης αποτελεί η προσπάθεια επιβολής Φ.Π.Α. στις υπηρεσίες που παρέχουν δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, άμισθοι υποθηκοφύλακες και δικαστικοί επιμελητές.

Για την αποκατάσταση της αλήθειας είναι αναγκαίο να απαντήσουμε τουλάχιστον σε τρία ερωτήματα:         

1) Εάν η Ελληνική Πολιτεία οφείλει έναντι των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλλει Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες

2) Ποιες είναι οι απαλλασσόμενες υπηρεσίες και

3) Γιατί πρέπει να απαλλάσσονται οι υπηρεσίες αυτές;

Για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αναγκαία μια ιστορική αναδρομή, για να έχουμε την πλήρη εικόνα σήμερα, προκειμένου να δώσουμε τις απαντήσεις αύριο.

1. Ο Φ.Π.Α. θεσπίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας με τον Ν. 1642/1986, στα πλαίσια της εναρμόνισης του Φ.Κ.Ε. στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με βάση την έκτη (6η) Οδηγία για το Φ.Π.Α. 77/388/ΕΟΚ (εφεξής έκτη Οδηγία).

Όπως αναφέρεται στο Προοίμιο της εν λόγω έκτης Οδηγίας, ένας από τους σκοπούς της είναι η αντικατάσταση των χρηματικών συνεισφορών των Κρατών μελών από ιδίους πόρους της Κοινότητας, δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός της Κοινότητος, με την επιφύλαξη των λοιπών εσόδων, θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από ιδίους πόρους, ότι στους πόρους αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι προερχόμενοι από τον φόρο προστιθεμένης αξίας που προκύπτουν από την εφαρμογή κοινού συντελεστού επί φορολογικής βάσεως καθοριζομένης κατά τρόπο ομοιόμορφο και σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

Με το άρθρο 2 της έκτης Οδηγίας ορίστηκε ότι «Στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπόκεινται:

1. Οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν. …».

Με το άρθρο 6, παρ.1 και 2 ορίστηκε ότι «1. Ως “παροχή υπηρεσιών” θεωρείται κάθε πράξη, η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 5. ………………………

Τα Κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της παρούσης παραγράφου , υπό τον όρο ότι η παρέκκλιση αυτή δεν επιφέρει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.».

Τέλος, με το άρθρο 28 των μεταβατικών διατάξεων, προβλέφθηκε, ότι κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης μεταβατικής περιόδου, που ορίστηκε αρχικά για μια πενταετία από την 1-1-1978, τα Κράτη Μέλη δύνανται «να συνεχίσουν να απαλλάσσουν από τον φόρο τις απαριθμούμενες στο παράρτημα ΣΤ΄ πράξεις υπό τις υφιστάμενες στο Κράτος μέλος προϋποθέσεις», στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι «2. παροχές υπηρεσιών συγγραφέων , καλλιτεχνών και ερμηνευτών έργων τέχνης, δικηγόρων και λοιπών ελευθέρων έπαγγελματιών , εξαιρέσει των ιατρικών και παραϊατρικών επαγγελμάτων , εφόσον δεν πρόκειται περί των παροχών υπηρεσιών των αναφερομένων στο παράρτημα Β της δευτέρας οδηγίας του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου 1967.».

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ήδη από τη θέσπιση της έκτης Οδηγίας και πριν την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, χορηγήθηκε η δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να απαλλάσσουν από το φόρο προστιθέμενης αξίας, καταρχήν για μια μεταβατική περίοδο, τις παροχές υπηρεσιών από διάφορες επαγγελματικές ομάδες, μεταξύ των οποίων και των δικηγόρων.

Προβλέφθηκε, λοιπόν, προφανώς χωρίς την «πίεση» των Ελλήνων Δικηγόρων, η δυνατότητα απαλλαγής από τον εν λόγω φόρο, δυνατότητα η οποία προφανώς αξιοποιήθηκε από τα τότε Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με άλλες λέξεις, η πρόβλεψη και η δυνατότητα της απαλλαγής των υπηρεσιών που παρέχουν οι δικηγόροι, προϋπήρχε της ένταξης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα .

2. Ο Έλληνας νομοθέτης, αξιοποίησε την προαναφερθείσα δυνατότητα, και με το άρθρο 18 παρ.1, περ.ε΄ του Ν. 1642/1986 «Για την εφαρμογή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και άλλες διατάξεις», προέβλεψε ότι απαλλάσσεται από το φόρο «ε) Η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες, δικαστικούς επιμελητές, γιατρούς, οδοντογιατρούς, μαίες, νοσοκόμους και φυσικοθεραπευτές.».

Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω Ν. 1642/1986, τέθηκε σε ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1987.

Έξι χρόνια αργότερα, έγινε απόπειρα κατάργησης της προαναφερθείσης απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. για την παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές. Έτσι, με την παρ.11 του άρθρου 2 του Ν. 2093/1992 ορίστηκε ότι: «11. Η περίπτωση ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 18 αντικαθίσταται ως εξής: “ε) η παροχή υπηρεσιών από γιατρούς, οδοντογιατρούς, μαίες, νοσοκόμους και φυσικοθεραπευτές.”

Η τροποποίηση αυτή ισχύει από την έναρξη εφαρμογής σχετικής Κοινοτικής οδηγίας και την έκδοση αντίστοιχης απόφασης του Υπουργού Οικονομικών.».

Πλην όμως, ουδέποτε εξεδόθη η προβλεφθείσα από την εν λόγω τροποποιητική διάταξη Υπουργική Απόφαση, με συνέπεια να εξακολουθεί να απαλλάσσεται από το Φ.Π.Α. η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές.

3. Οκτώ χρόνια αργότερα, με το Ν. 2859/2000, που δημοσιεύθηκε στις 7-11-2000, και με τον οποίο κυρώθηκε ο «Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», καταργήθηκε η απαλλαγή από το Φ.Π.Α. της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές, αφού δεν συμπεριλαμβάνονταν αυτοί στην ρύθμιση του άρθρου 22 που προέβλεπε τις περιπτώσεις απαλλαγής από τον εν λόγω φόρο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου δεν αναφέρεται ούτε μία λέξη για τους λόγους κατάργησης της απαλλαγής αυτής.

Νομοτεχνικά, επαναλήφθηκε η ρύθμιση της παραγράφου 11 του άρθρου 2 του Ν. 2093/1992, αφού εξαλείφθηκε η προβλεπόμενη αναστολή της έναρξης ισχύος της τροποποίησης.

Η κατάργηση της απαλλαγής αυτής για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ίσχυσε 51 ημέρες, οπότε με την παρ.3 του άρθρου 24 του Ν. 2873/2000, που δημοσιεύθηκε στις 28-12-2000, ορίστηκε ότι «3. Η περίπτωση ε` της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2859/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

“ε) η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες, δικαστικούς επιμελητές, γιατρούς, οδοντογιατρούς, ψυχολόγους, μαίες, νοσοκόμους και φυσικοθεραπευτές”.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει από 7.11.2000 .».

Με τον τρόπο αυτό, έληξε η δεύτερη προσπάθεια κατάργησης της απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. των υπηρεσιών που παρέχονται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές, δεδομένου ότι η τελευταία ρύθμιση ίσχυσε αναδρομικά από 7-11-2000, ημερομηνία κατά την οποία είχε τεθεί σε ισχύ ο Ν. 2859/2000 που ουσιαστικά εισήγαγε την «επιβολή» Φ.Π.Α. και στις υπηρεσίες μας.

4. Το ερώτημα που δημιουργείται, είναι εάν κατά το έτος 2000 υπήρξε οποιοσδήποτε λόγος που οφειλόταν στην «υποχρέωση» της Ελλάδας για εναρμόνιση των διατάξεων περί Φ.Π.Α. με αυτές τις Ευρωπαϊκής Κοινότητας και κατάργησης των υφισταμένων απαλλαγών. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό, μας δίνει ουσιαστικά η Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως έχει τροποποιηθεί με τις Οδηγίες 2008/8/ΕΚ και 2008/9/ΕΚ, που αποτελεί πλέον τον Κοινοτικό Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 375 της εν λόγω Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, « Τμήμα 2 – Παρεκκλίσεις για τα κράτη που προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά την 1η Ιανουαρίου 1978 – Άρθρο 375.Η Ελλάδα μπορεί να εξακολουθήσει να απαλλάσσει τις πράξεις του παραρτήματος Χ, μέρος Β, σημεία 2), 8), 9), 11) και 12), με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν σε αυτό το κράτος μέλος την 1η Ιανουαρίου 1987.».

Στο εν λόγω παράρτημα Χ, μέρος Β, σημείο 2), ορίζεται ότι «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X – ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 370 ΚΑΙ 371 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 375 ΕΩΣ 390 – ……………. – ΜΕΡΟΣ Β –

Πράξεις τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να απαλλάσσουν από τον φόρο

……………………………..

2) παροχές υπηρεσιών συγγραφέων, καλλιτεχνών και ερμηνευτών έργων τέχνης, δικηγόρων και λοιπών ελευθέρων επαγγελματιών, άλλων από εκείνους που ασκούν ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα, εξαιρέσει των κατωτέρω υπηρεσιών: …………….».

Από την προαναφερθείσα ρύθμιση προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να εξακολουθήσει να απαλλάσσει από τον Φ.Π.Α., μεταξύ άλλων, τις υπηρεσίες των δικηγόρων, χωρίς μάλιστα χρονικό περιορισμό, εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις που ίσχυαν και τον Ιανουάριο του 1987, δηλαδή κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του Ν. 1642/1986, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Φ.Π.Α. από τον οποίο απαλλάσσονταν.

Η ίδια δυνατότητα απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. των υπηρεσιών που παρέχονται από δικηγόρους, χορηγήθηκε με την παραπάνω Οδηγία του 2006 και σε άλλες χώρες, όπως την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Φινλανδία, την Σουηδία και τη Λετονία, δηλαδή δεν πρόκειται περί ιδιαιτερότητας ούτε της Χώρας μας ούτε του είδους των υπηρεσιών που παρέχουμε.

5. Όπως προαναφέρθηκε, τόσο η σχετική Οδηγία περί Φ.Π.Α., όσο και ο Ν. 2859/2000, απαλλάσσουν από το Φ.Π.Α. τις υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι. Προκειμένου να προσδιορίσουμε τις απαλλασσόμενες υπηρεσίες, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στο έργο των δικηγόρων που ορίζεται από τον Κώδικα Περί Δικηγόρων.

(α) Έτσι, στις διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 “Περί του Κωδικός των Δικηγόρων” ορίζονται τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1.

Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, διοριζόμενος δια Β. Διατάγματοςκαι υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκούμενην κατά τας διατάξεις του παρόντος. Προ πάσης ασκήσεως των καθηκόντων του ο Δικηγόρος υποχρεούται να δώση τον όρκον της υπηρεσίας του ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να εγγραφή εις το μητρώον του Δικηγορικού Συλλόγου, μεθ` ην εγγραφήν τελειούται ο διορισμός».

 

«Άρθρο 2.

1. Το λειτούργημα του Δικηγόρου δύναται ν` ασκή μόνον ο εγγεγραμένος εις το μητρώον ενός των εν τω Κράτει Δικηγορικών Συλλόγων κατά τα ειδικώτερον περί της τοιαύτης εγγραφής εν άρθρ. 195 επομ. οριζόμενα. …».

«Άρθρο 39.  

1. Έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι? αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικά στο δικηγόρο. Επίσης είναι αποκλειστικό έργο του δικηγόρου η νομική επιμέλεια φορολογικών, δασμολογικών και διοικητικών γενικά υποθέσεων, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας».

(β) Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 39 του ν.δ. 3026/1954 “Περί του Κωδικός των Δικηγόρων”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 46, 63, 91 παρ. 1, 92, 94 του ίδιου ν.δ. και των άρθρων 648 επ. και 713 ΑΚ, προκύπτει ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξαρτήσεως, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή και ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη (βλ. ΑΠ 296/1983 ΕλλΔνη 24.654, ΑΠ 1/1987 ΕλλΔνη 29.465, ΑΠ 251/1981 ΝοΒ 29.1431, ΕφΠειρ 833/1989 ΕλλΔνη 31.1491 επ.).

(γ) Από την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 22 παρ.1, περ.ε΄ του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων, συνάγεται ότι όλες οι δικηγορικές υπηρεσίες απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Ειδικότερα, απαλλάσσεται:

( i ) κάθε αμοιβή των δικηγόρων για οποιαδήποτε νομική υπηρεσία παρέχει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε επιχειρήσεις εν γένει,

( ii ) η αμοιβή των δικηγόρων για τις νομικές υπηρεσίες που παρέχουν με πάγια αντιμισθία σε επιχειρήσεις ή νομικά πρόσωπα εν γένει, ως νομικοί σύμβουλοι αυτών (βλ. και Γν.ΝΣΚ. 47/1985, Υπ.Οικ. 1025351/Πολ. 1054/1995),

( iii ) η αμοιβή των «αστικών επαγγελματικών εταιρειών δικηγόρων» (Π.Δ. 81/2005), για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σε τρίτους, καθώς και η διανομή των συνολικών καθαρών αμοιβών στους δικηγόρους-μέλη των εν λόγω εταιρειών (Πρβλ. Υπ.Οικ. 1005811/313/Πολ. 1014/1990, 1050363/3575/938/0014/ Πολ. 1125/1991).

(δ) Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αμοιβή των «ασκούμενων δικηγόρων» για τις παρεχόμενες υπ΄αυτών υπηρεσίες, κατά τη γνώμη μου απαλλάσσεται από τον Φ.Π.Α., παρά το γεγονός ότι δεν λογίζονται ως δικηγόροι πριν την εγγραφή τους στα οικεία μητρώα των Δικηγορικών Συλλόγων, δεδομένου ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις δύνανται να παρέχουν δικηγορικές υπηρεσίες.

6. Στο σημείο αυτό, και ενόψει του γεγονότος ότι στο ακροατήριό μας υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι συμβολαιογράφοι, επιτρέψτε μου λίγες φράσεις και για το καθεστώς των συμβολαιογράφων.

Με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων) ορίζονται τα ακόλουθα: «Άρθρο 1. – Καθήκοντα συμβολαιογράφων. 1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα:

α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου.

β. Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α`, καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων.

γ. Να θεωρεί ιδιωτικά έγγραφα για την απόκτηση βέβαιης χρονολογίας.

Για τη θεώρηση αυτή συντάσσεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη.

δ. Να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής που τίθεται ενώπιόν του σε κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη συναπτόμενη πράξη.

ε. Να ενεργεί κάθε άλλη πράξη που του αναθέτει ο νόμος. Επίσης δύναται να ενεργεί και κάθε άλλη πράξη σχετική με την άσκηση του έργου του. …».

Εξάλλου, στο άρθρο 40 του ίδιου Κώδικα, που αναφέρεται στα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, δηλαδή στις αμοιβές τους, ορίζεται ότι «1. Ο συμβολαιογράφος για κάθε πράξη που καταρτίζει και για κάθε παροχή υπηρεσίας που προσφέρει, αν σχετίζεται με την αρμοδιότητά του ή επιβάλλεται από το νόμο, όπως και για την έκδοση αντιγράφων και περιλήψεων, δικαιούται πάγια αμοιβή. Επιπλέον της αμοιβής αυτής και προκειμένου για πράξεις που το αντικείμενό τους είναι αποτιμητό σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και αναλογική αμοιβή, που υπολογίζεται με βάση τη συνολική δηλούμενη αξία στο συμβόλαιο ή τη μεγαλύτερη αξία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή προσωρινά ή οριστικά. Τέλη και δικαιώματα που εισπράχθηκαν από το συμβολαιογράφο νόμιμα κατά τη σύνταξη του συμβολαίου ουδέποτε επιστρέφονται. …».

Από την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 22 παρ.1, περ.ε΄ του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Περί Συμβολαιογράφων, συνάγεται ότι όλες οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους συμβολαιογράφους         απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Ειδικότερα, απαλλάσσεται:

( i ) η τυχόν πάγια αμοιβή ή τα αναλογικά συμβολαιογραφικά δικαιώματα που εισπράττουν οι συμβολαιογράφοι,

( ii ) η αμοιβή των συμβολαιογράφων, για τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες που παρέχουν σε τρίτους στα πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματός τους,

( iii ) η αμοιβή των «αστικών επαγγελματικών εταιρειών συμβολαιογράφων» (Π.Δ. 284/1993), για την παροχή συμβολαιογραφικών υπηρεσιών σε τρίτους, καθώς και η διανομή των συνολικών καθαρών αμοιβών στους συμβολαιογράφους-μέλη των εν λόγω εταιρειών (πρβλ. Υπ.Οικ. 1005811/313/Πολ. 1014/1990, 1050363/3575/938/0014/Πολ. 1125/1991).

7. Το τελευταίο ερώτημα που προκύπτει, είναι γιατί απαλλάσσονται οι υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι.

Όπως είναι γνωστό, ο Φ.Π.Α. χαρακτηρίζεται ως γενικός φόρος κατανάλωσης και επιβαρύνει τη δαπάνη των καταναλωτών για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Ο φόρος αυτός επιβαρύνει τους αγοραστές των προϊόντων και τους λήπτες των υπηρεσιών. Η επιβολή του Φ.Π.Α. έχει ως δικαιολογητικό λόγο την ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας του αγοραστή που εκδηλώνει -έμμεσα βέβαια-η δαπάνη για την αγορά αγαθών και κυρίως μη βασικών ειδών. Κατά την άποψή μας ελλείπει ο εν λόγω δικαιολογητικός λόγος για την επιβολή Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες, διότι η προσφυγή των πολιτών στις υπηρεσίες αυτές είναι τις περισσότερες φορές υποχρεωτική για να απολαύουν αυτοί έννομη προστασία από τα δικαστήρια. Με άλλες λέξεις, προκειμένου ο πολίτης να απολαύσει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά του για έννομη προστασία από τα δικαστήρια, όπως προβλέπει το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, οφείλει κατά κανόνα, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, να προσφύγει στην αναζήτηση δικηγορικών υπηρεσιών. Το δικαίωμα αυτό των πολιτών διασφαλίζεται και με το άρθρο 6 παρ.3, εδ.γ΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο «3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: …… γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν η δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

ΠΡΩΤΟΝ. Η Ελλάδα δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κατάργηση της απαλλαγής από το Φ.Π.Α. στις παρεχόμενες υπηρεσίες από τους δικηγόρους.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ. Απαλλασσόμενες υπηρεσίες είναι κάθε υπηρεσία που προσφέρει ο δικηγόρος και η αστική επαγγελματική εταιρεία δικηγόρων, με την ιδιότητά τους αυτή, προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

ΤΡΙΤΟΝ. Οι δικηγορικές υπηρεσίες πρέπει να απαλλάσσονται από το Φ.Π.Α., διότι η προσφυγή των πολιτών στις υπηρεσίες αυτές είναι αναγκαστική και συνδέεται άμεσα με το δικαίωμά τους για έννομη προστασία.

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,

Επιτρέψτε μου να κλείσω την παρούσα εισήγηση που είχατε την υπομονή να παρακολουθήσετε, λέγοντας ότι η αποστολή του δικηγόρου στην Κοινωνία δεν είναι η είσπραξη από τους πολίτες και η απόδοση φόρων στο Κράτος, αλλά αυτή που αναφέρεται συνοπτικά και περιεκτικά στο Προοίμιο του Κώδικα Δεοντολογίας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί, λοιπόν, ορίζεται ότι «1.1 H αποστολή του δικηγόρου

Σε μία κοινωνία που βασίζεται στο σεβασμό της Δικαιοσύνης, ο δικηγόρος πληροί έναν ξεχωριστό ρόλο. Η αποστολή του δεν περιορίζεται στην πιστή εκτέλεση μιας εντολής στα πλαίσια του νόμου. Σε ένα κράτος δικαίου, ο δικηγόρος είναι απαραίτητος στη δικαιοσύνη και σε αυτούς των οποίων υπηρετεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες: είναι παράλληλα ο σύμβουλος και ο υπερασπιστής του πελάτη του.

Η αποστολή του επιβάλλει καθήκοντα και πολλαπλές υποχρεώσεις, που μερικές φορές φαίνονται αντιφατικές μεταξύ τους, απέναντι:

– στον πελάτη,

– στα δικαστήρια και τις άλλες αρχές ενώπιον των οποίων ο δικηγόρος παρίσταται ή εκπροσωπεί τον πελάτη,

– στο επάγγελμά του γενικά και κάθε συνάδελφο ξεχωριστά,

– στο Δημόσιο, για το οποίο ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο επάγγελμα, που
συνδέεται με τον σεβασμό των κανόνων που αυτό το ίδιο έχει θέσει, απο τελεί ένα ουσιαστικό μέσο διαφύλαξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου απέναντι στο κράτος και τις άλλες αρχές.».