Με καταδίκη από το ΕΔΑΔ πληρώνει η Ελλάδα τη συνήθη πρακτική που
ακολουθεί η Δικαιοσύνη στην χώρα, επιτρέποντας τις διαρκείς αναβολές
δικών και αρνούμενη να συμμορφωθεί και να εκτελέσει δικαστικές
αποφάσεις.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, στις 5.3.1991, ο παππούς των προσφευγόντων
αδελφών άσκησε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως κατ’
απόφασης του νομάρχη Ανατολικής Αττικής περί επικύρωσης της πράξης
εφαρμογής κτηματολογικής μελέτης (Πολεοδομικής), με την οποία η
διοίκηση του επέβαλε «εισφορά γης» 5.801 τ.μ. επί οικοπέδου του
συνολικής έκτασης 12.353 τ.μ. Ο προσφεύγων παραπονιόταν ότι δεν του
αποδόθηκαν παρά μόνο 1.803 τ.μ. στη θέση των 6.581 τ.μ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του της 1.11.1995 δέχθηκε την
αίτηση και ακύρωσε την απόφαση του νομάρχη, για έλλειψη αιτιολογίας
πάνω στο ζήτημα του «ελλειμματικού ισοζυγίου» της αποζημίωσης.
Οι προσφεύγοντες που κληρονόμησαν τον παππού τους, στις 27.3.2002
ζήτησαν από τον Δήμο Αχαρνών να τροποποιήσει το Γενικό Πολεοδομικό
Σχέδιο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας, πλην όμως δεν έλαβαν καμία απάντηση. Στις 19.2004,
δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απόφ. του ΥΠΠΕΧΩΔΕ, με την
οποία εγκρίθηκε το νέο πολεοδομικό σχέδιο, χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη
η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Εν τω μεταξύ, μετά από αίτηση των προσφευγόντων, η ειδική επιτροπή του
Συμβουλίου της Επικρατείας, η επιφορτισμένη με το καθήκον του ελέγχου
της εκτέλεσης των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, με την
απόφασή της 8.12.2003 δέχθηκε ότι δεν είχε γίνει καμία πρόοδος σχετικά
με την εκτέλεση της απόφασής του της 1.11.1995.
Στις 12.5.2004 η Διεύθυνση Πολεοδομίας Ανατολικής Αττικής κάλεσε τον
Δήμο Αχαρνών να συμμορφωθεί προς την απόφαση της 1.11.1995 του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Επίσης, κάλεσε τους προσφεύγοντες να της
προσκομίσουν τίτλους ιδιοκτησίας, πράγμα το οποίο αυτοί έκαναν στις
18.6.2004.
Οι προσφεύγοντες μετά ταύτα υπέβαλαν έγκληση κατά των υπαλλήλων που,
κατ’ αυτούς, βαρύνονταν με την παράλειψη της διοίκησης να συμμορφωθεί
με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών απέρριψε με διάταξή του την έγκληση, ο δε εισαγγελέας
εφετών απέρριψε την προσφυγή τους κατά της διάταξης αυτής.
Στις 13.1.2010 η πολεοδομική υπηρεσία της Ανατολικής Αττικής
πληροφόρησε τους προσφεύγοντες ότι ο φάκελός τους της 21.6.2004 δεν
μπορούσε να βρεθεί και τους ζήτησε και πάλι να προσκομίσουν τους
τίτλους τους.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εξετάζοντας τα
πραγματικά περιστατικά, με τις σκέψεις ότι στην έννοια της δίκαιης
δίκης που εγγυάται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνεται και η
εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και το ότι στην προκειμένη περίπτωση
η απόφαση του 1995 του Συμβουλίου Επικρατείας δεν έχει ακόμη
εκτελεσθεί, παρόλο που οι προσφεύγοντες είχαν αποδεδειγμένα καταθέσει
τους τίτλους ιδιοκτησίας τους από τον Ιούνιο του 2004, δέχθηκε την
προσφυγή και καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει στους προσφεύγοντες το
ποσό των 12.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και
ποσό 3.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη.
Αναφορικά με το θέμα της συνεχούς αναβολής υποθέσεων η χώρα
καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου, με την απόφαση της 20.5.2010, Τσαγκανού κ.λπ. κατά Ελλάδος)
Στις 19.4.2000, ο παππούς και πατέρας των προσφευγόντων αντίστοιχα
άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή με την οποία ζητούσε την
ακύρωση, λόγω ουσιώδους πλάνης και απάτης, δωρεάς του προς αυτούς.
Η συζήτηση που είχε ορισθεί αρχικά στις 10.5.2001, αναβλήθηκε λόγω της
πανελλήνιας αποχής των δικηγόρων. Εν τω μεταξύ απεβίωσε ο ενάγων
παππούς και την υπόθεση ανέλαβε ο δικαιοδόχος του Σ. Τ., ο οποίος στις
14.5.2001 επέσπευσε τη συζήτηση που ορίστηκε για τις 31.10.2002. Κατά
τη δικάσιμο αυτή το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση αυτεπάγγελτα. Στις
4.11.2002 ο Σ. Τ. επιμελήθηκε του ορισμού νέας δικασίμου, η οποία
ορίστηκε για τις 10.11.2004, οπότε η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω των
ευρωεκλογών. Νέα δικάσιμος ορίστηκε για τις 9.6.2005, κατά την οποία η
υπόθεση αναβλήθηκε με αίτηση των διαδίκων. Η νέα μετά ταύτα δικάσιμος
που ορίστηκε για τις 31.1.2008 αναβλήθηκε και πάλι λόγω της κηδείας
του Ελληνα Αρχιεπισκόπου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με τις σκέψεις
ότι στην έννοια της δίκαιης δίκης που εγγυάται το άρθρ. 6 παρ. 1 της
ΕΣΔΑ περιλαμβάνεται και η έκδοση της απόφασης εντός λογικής
προθεσμίας, δέχθηκε ότι παρόλο που οι δικαστικές αρχές της Ελλάδος δεν
ήσαν υπεύθυνες για όλες τις αναβολές, δεν παραβλέπει ότι πέρασαν δέκα
περίπου χρόνια και η υπόθεση, παρόλο που δεν προκύπτει ότι ήταν
περίπλοκη, βρίσκεται ακόμη στον πρώτο βαθμό. Έτσι, δέχθηκε την
προσφυγή και καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει στους προσφεύγοντες το
ποσό των 14.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και
ποσό 1.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη.