ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ απευθυνόμενη στην Ελληνική Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης λόγω του ασυμβίβαστου με τα άρθρα 49 % 56 της συνθήκης ΛΕΕ των άρθρων 91 και επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων, του άρθρου 161 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 και του άρθρου 7 Ν. 2753/1999, των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων 1117864/22597/Α0012 & 120867/30-12-05

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

                            Βρυξέλλες 05/05/2010
                                2008/4583
                                   Ε (2010) 2731

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ
απευθυνόμενη στην Ελληνική Δημοκρατία
δυνάμει του άρθρου 258 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης λόγω του ασυμβίβαστου με τα άρθρα 49 % 56 της συνθήκης ΛΕΕ των άρθρων 91 και επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων, του άρθρου 161 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 και του άρθρου 7 Ν. 2753/1999, των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων 1117864/22597/Α0012 & 120867/30-12-05  

    Ιστορικό
    Με επιστολή της 2ης  Οκτωβρίου 2008, επιστήθηκε η προσοχή των Ελληνικών Αρχών στις διατάξεις του Ν.Δ. 3026/1954 του Ν. 2753/1999 και των Κ.Υ.Α. 1117864/2297/Α0012 & 120867/30-12-05 που προβλέπουν την ύπαρξη ελαχίστων αμοιβών για τους δικηγόρους.
    Οι Ελληνικές αρχές απάντησαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής με επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2008, στην οποία εξειδικεύουν τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.
    Σε προειδοποιητική επιστολή της 2ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι διατάξεις του Κ.Δ., του Ν.Δ. 3026/1954 του Ν. 2753/1999 και των Κ.Υ.Α. 1117864/2297/Α0012 & 120867/30-12-05 που προβλέπουν την ύπαρξη ελαχίστων αμοιβών για τους δικηγόρους συνιστούσαν περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όπως αυτές διασφαλίζονται στα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ όσον αφορά τόσο τις δικαστικές όσο και τις εξωδικαστικές δραστηριότητες  των δικηγόρων.
    Από τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, προκύπτει πράγματι ότι οι δικηγόροι που παρέχουν νομικές συμβουλές στην Ελλάδα, είτε είναι εγκατεστημένοι εκεί, είτε παρέχουν πρόσκαιρα τις υπηρεσίες τους, δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις ελάχιστες αμοιβές που καθορίζονται από την Ελληνική νομοθεσία για τις παρεχόμενες από τους δικηγόρους υπηρεσίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών όπως αυτές διασφαλίζονται με τα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ αντίστοιχα.

2    Η ισχύουσα ελληνική ρύθμιση που διέπει τις δραστηριότητες των δικηγόρων      
    Στην Ελλάδα, τα ελάχιστα όρια αμοιβών των δικηγόρων καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 2753/1999 «Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις, (ΦΕΚ 249τ.Α΄), ανά διετία με Κ.Υ.Α. Οικονομίας και Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη των δικηγορικών συλλόγων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Οι διατάξεις του Κ.Δ. που προβλέπουν την ύπαρξη ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων είναι το άρθρο 91 και επ. & 161 του Ν.Δ. 3026/1954, σε συνδυασμό με το προαναφερόμενο άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2753/1999.
    Η Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης καθορίζει νέο πίνακα ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων για την περίοδο 01/01/2008 – 21/12/2009.
     Οι ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι σύμφωνα με τον Κ.Δ, (Ν.Δ.3026/1954)  ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, εκτός της δαπάνης δικαστηριακής ή άλλης την οποία αυτός κατέβαλε και αμοιβή για κάθε εργασία αυτού δικαστική ή εξώδικη.(Αρθρο 91 παρ.1)
    Το θέμα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζεται κατά συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα (άρθρο 92 παρ. 1) . Η συμφωνία αυτή μπορεί να αφορά στα εξής:
    *     Για τις δικαστικές ενέργειες, η αμοιβή δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που προβλέπονται στα άρθρα 98 – 175 του Π.Δ. 3026/1954. Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η συμφωνία για αμοιβή ανώτερη των ορίων (Α.Π. 1841/1985, Ν0Β 34, Α.Π.629/1994 ΝοΒ 43, 819).  Από τα άρθρα 98 – 175 κάποιες διατάξεις ορίζουν την ελάχιστη δικηγορική αμοιβή σε απόλυτους αριθμούς, με το σύστημα των Μεταλλικών δραχμών, ενώ άλλες διατάξεις ορίζουν την αμοιβή ως ποσοστό της αξίας της επίδικης διαφοράς. Ο Ν. 2238/94, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2753/99, προβλέπει σύστημα προείσπραξης μέρους των ελαχίστων δικηγορικών αμοιβών και για το σκοπό αυτό προβλέπει τον ορισμό και αναθεώρηση των ελαχίστων αμοιβών από τους Υπουργούς Οικονομίας και Δικαιοσύνης, ανά διετία. Η πρόβλεψη αυτή πάντως δεν καταργεί ούτε αντικαθιστά τις διατάξεις του Κ.Δ.
    *     Για ολιγάριθμες εξωδικαστικές  ενέργειες, προβλέπεται ελάχιστη αμοιβή από τον Κ.Δ. (π.χ. άρθρο 129 για τη σύνταξη αναγγελίας σε συμβολαιογράφο άρθρο 136 για την αντιγραφή εγγράφων ή δικογράφων κ.λ.π. άρθρο 137 για μετάφραση εγγράφων). Για τη μεγάλη πλειονότητα των εξωδικαστικών ενεργειών δεν προβλέπεται ούτε συγκεκριμένη αμοιβή ούτε σύστημα προείσπραξης-άρα και ελέγχου- της δικηγορικής αμοιβής.
    Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 3 του Π.Δ. 3026/1954, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή οποιασδήποτε άλλης αίρεσης, καθώς και συμφωνία περί αμοιβής με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δικής ή της εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 93, παρ. 5, τέτοια εργολαβική συμφωνία « τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς εν αποτυχία να λάβει αμοιβή.» Συνεπώς στην υπόθεση αυτή δεν νοείται ορισμός νόμιμης ελάχιστης αμοιβής, ενώ σε περίπτωση που ο δικηγόρος προκαταβάλλει προς το δικηγορικό σύλλογο γραμμάτιο απαιτούμενο για κάποια δικαστική ενέργεια, η προκαταβολή αυτή δεν νοείται ως μέρος αμοιβής, αλλά ως συμμετοχή του δικηγόρου στον κίνδυνο του πελάτη του.
    Σύμφωνα με άρθρο 92Α του Κ.Δ., το κατώτατο όριο αμοιβής των εμμίσθων δικηγόρων συναρτάται με το μισθό αντιστοίχων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, αναλόγως αρχαιότητας. Σύμφωνα δε με άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2753/1999, οι έμμισθοι δικηγόροι, εξαιρούνται από την υποχρέωση προείσπραξης δικηγορικών αμοιβών και γενικά από το σύστημα του πίνακα αμοιβών.
    Για τις κατηγορίες προσώπων που δεν έχουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να καταβάλλουν τα έξοδα της δίκης, το άρθρο 194 και επ.  του ΚΠολΔ προβλέπει την παροχή του ευεργετήματος της πενίας, βάσει του οποίο το δικαστήριο διορίζει δικηγόρο, συμβολαιογράφο και δικαστικό επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον άπορο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν την βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν διάφορες πράξεις. Οι  ανωτέρω έχουν υποχρέωση να δεχθούν την εντολή και να παρέχουν την βοήθειά τους στον άπορο χωρίς αξίωση αμοιβής ή δικαιωμάτων. Περαιτέρω, με το Ν. 3226/2004 με τον οποίο η Ελλάδα ενσωμάτωσε την Οδηγία 2002/08/ΕΚ, νομική βοήθεια χορηγείται σε χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους-μέλους της Ε.Ε. καθώς και σε πολίτες τρίτου κράτους, οι οποίοι έχουν νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ε.Ε. Νομική βοήθεια παρέχεται τόσο σε ποινικές υποθέσεις όσο και σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα καθώς και για διασυνοριακές διαφορές.
    Οι Ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι ανάλογα με τη φύση της διαφοράς και τις ιδιαίτερες ανάγκες του εκάστοτε εντολέα, η αμοιβή του δικηγόρου μπορεί α) να είναι μηδενική ή συμβολική, β) να συνίσταται σε μισθό καταβαλλόμενο  περιοδικά, γ) να είναι εργολαβική, δηλαδή να τελεί υπό αίρεση, χωρίς να είναι δυνατή οποιαδήποτε προείσπραξή της, δ) να ορίζεται ως ποσοστό της αξίας της διαφοράς ή ε)να ορίζεται  σε απόλυτα ποσά, είτε από τον πίνακα αμοιβών είτε από τον ίδιο τον Κ.Δ.
    Ο Κ.Δ. προβλέπει δύο τρόπους ορισμού της κατώτατης αμοιβής των δικηγόρων:
    – Σε απόλυτες τιμές με βάση το σύστημα των μεταλλικών δραχμών
    – Ως ποσοστό του αντικειμένου της δίκης (ποσοστιαία)
    Οι ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι η θέση σε ισχύ των Ν. 2238/1994 & 2753/1999 και της επίμαχης Υπουργικής Απόφασης δεν κατάργησαν ούτε αντικατέστησαν τις σχετικές διατάξεις του Κ.Δ. Τα δύο αυτά νομοθετήματα δεν προβλέπουν την κατάργηση των σχετικών διατάξεων του Κ.Δ. και δεν μπορεί  να θεωρηθεί ότι τις καταργούν σιωπηρά, καθώς εισάγουν ρυθμίσεις άλλης φύσης και έχουν σκοπό εντελώς διάφορο από τον Κ.Δ: Τόσο από τους τίτλους τους « Κύρωση Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος»και « Τροποποιήσεις φορολογίας Εισοδήματος, κεφαλαίου Φ.Π.Α., ΚΒΣ, ΝΣΚ» όσο και από τις εισηγητικές τους εκθέσεις καθίσταται  σαφές ότι σχετικοί νόμοι έχουν αντικείμενο αμιγώς φορολογικό. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην 427/98 απόφαση της Ολομέλειάς του έκρινε ότι οι παραπάνω φορολογικοί νόμοι δεν επηρεάζουν την ισχύ των άρθρων 98 – 175 του Κ.Δ.
    Ο Ν. 2753/99 και οι κατ’ εφαρμογή του εκδιδόμενες ανά διετία Κ.Υ.Α. συμπληρώνουν το δραχμικό τρόπο υπολογισμού των ελαχίστων αμοιβών, ορίζοντας απόλυτες ελάχιστες τιμές αποκλειστικά για  τις δικαστικές ενέργειες τις οποίες οι υπουργικές αποφάσεις αυτές απαριθμούν, ενώ για όλες τις υπόλοιπες ενέργειες εξακολουθεί να ισχύει ο Κ.Δ.
    Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2753/1999, η οριζόμενη ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με την έκδοση τετραπλότυπου Γραμματίου. Σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου « οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή 15%» την οποία και αποδίδουν στο Υπουργείο Οικονομικών. Σύμφωνα με άρθρο 96 παρ. 7 του Κ.Δ. εκτός από την παραπάνω παρακράτηση, οι δικηγορικοί σύλλογοι μπορούν να παρακρατούν και ποσοστό 10% ή 12% (στην Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη) το οποίο εν μέρει  παρακρατούν ως ίδιο έσοδο και εν μέρει αποδίδουν στους ασφαλιστικούς φορείς των μελών τους. Σύμφωνα με άρθρο 96Α παρ. 3 «μετά την αφαίρεση των ποσοστών που προαναφέρονται, το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής αποδίδεται στο δικαιούχο δικηγόρο.»
    Οι ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι βάσει των παραπάνω κανόνων, κάθε δικηγορικός σύλλογος προεισπράττει το 25% (15 + 10) ή το 27% (15 + 12) της εκάστοτε οριζόμενης ελάχιστης αμοιβής, ενώ το υπόλοιπο 75% (ή 73%)  δεν καταβάλλεται στο δικηγορικό σύλλογο. Δηλαδή, με τη προκαταβολή του ως άνω ποσοστού επί της οριζόμενης ελάχιστης αμοιβής προς το δικηγορικό σύλλογο, ο δικηγόρος ή/και ο εντολέας του ικανοποιούν πλήρως τις νόμιμες υποχρεώσεις τους. Αυτό για τις ελληνικές αρχές σημαίνει ότι ο καθορισμός ελαχίστων αμοιβών βάσει πίνακα δεν έχει άλλο σκοπό παρά τον ορισμό μιας  κοινής, διαφανής και αδιαμφισβήτητης βάσης για τον υπολογισμό του ποσοστού του φόρου και των εισφορών που προεισπράττονται  από τους δικηγορικούς συλλόγους. Δεν έχει συνεπώς άλλο αποτέλεσμα από την προκαταβολή ποσοστού 25-27% προς τους συλλόγους, προκειμένου ποσοστό 15% να αποδοθεί στο κράτος και το υπόλοιπο 10 ή 12% κατά τα ανώτερα διευκρινιζόμενα. Πέραν του ποσοστού αυτού ο δικηγόρος μπορεί να μην αποδώσει άλλο τι από την αμοιβή του και συνεπώς, μπορεί ελεύθερα να συμφωνήσει να μη λάβει παραπάνω αμοιβή. Έτσι για τις ελληνικές αρχές ο δικηγόρος που τελεί σε καθεστώς πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών μπορεί να αποφασίσει να μην αποδώσει άλλο τι από το ποσοστό αυτό εάν δεν υπάγεται στην εγχώρια φορολογία εισοδήματος.
    Σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κ.Δ. εισάγεται το σύστημα των «μεταλλικών δραχμών» προκειμένου να εξασφαλισθεί η αναπροσαρμογή των οριζόμενων ελαχίστων αμοιβών: η αμοιβή που ορίζεται στα άρθρα του Κ.Δ. πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η τελευταία τέτοια απόφαση είναι η ΥΑ 12398/9 της 12-02-1989 (ΦΕΚ Β 131) η οποία ορίζει τον συντελεστή σε 140 δρχ.
    Το μέσο κόστος της κάθε διαδικασίας (με εισαγωγικό δικόγραφο, παράσταση και προτάσεις) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου είναι 350€, ενώ η διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (με εισαγωγικό δικόγραφο, παράσταση και προτάσεις) στοιχίζει 567€. Αντίστοιχα, η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου (με εισαγωγικό δικόγραφο, παράσταση και προτάσεις) στοιχίζει 1399€. Από τα ποσά αυτά, προκαταβάλλεται προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ποσοστό 25-27%, δηλαδή 94,50 € για το Πρωτοδικείο, 153,09€ για το Εφετείο και 377,33€ για τον Άρειο Πάγο.
    Οι ελληνικές αρχές τονίζουν ότι οι ελάχιστες τιμές του Κ.Δ. και ο πίνακας τιμών συνιστούν έναν μόνο τρόπο-μεταξύ περισσοτέρων-για τον ορισμό της αμοιβής του δικηγόρου. Συνεπώς, ο επαγγελματίας και ο εντολοδόχος του είναι  ελεύθεροι να επιλέξουν ελεύθερα, βάσει συμφωνίας, τον τρόπο αμοιβής του πρώτου.
    3. Αξιολόγηση σε σχέση με τις οδηγίες 98/5 του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998,77/249 του Συμβουλίου της 22ης Μαρτίου 1977 και 2006/123 της 12ης Δεκεμβρίου 2006
    α.  Αξιολόγηση βάσει της οδηγίας 98/5
    Στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, ορίζεται ότι «ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους-μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού» Η αιτιολογική σκέψη 2 της Οδηγίας 98/5 τονίζει ότι εν λόγω οδηγία «στόχο έχει την πλήρη επαγγελματική ένταξη του δικηγόρου στο κράτος-μέλος υποδοχής και δεν αποβλέπει ούτε στο να τροποποιήσει τους επαγγελματικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό ούτε να απαλλάξει το δικηγόρο από την εφαρμογή τους».   
    Είναι συνεπώς σκόπιμο να υπογραμμισθεί ότι εν λόγω οδηγία ορίζει ρητά τους όρους άσκησης του επαγγέλματος ενός δικηγόρου που επιθυμεί να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος – μέλος για να ασκήσει σε αυτό δραστηριότητα, αλλά δεν προδικάζει το ενδεχόμενο συμβιβάσιμο  των διατάξεων που ισχύουν στο εν λόγω κράτος-μέλος με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Η εκτίμηση της αναγκαιότητας, αιτιολόγησης και αναλογικότητας των εν λόγω διατάξεων πρέπει να συνεπώς να πραγματοποιηθεί άμεσα με γνώμονα τις διατάξεις του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.
    β.   Αξιολόγηση βάσει της Οδηγίας 77/249   
Σύμφωνα με την Οδηγία αυτή, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αμοιβών των δικηγόρων για τις δραστηριότητες που ασκούν ενώπιον των δικαστηρίων και των αμοιβών τους για τις εξωδικαστικές δραστηριότητες.
•    Όσον αφορά τις δικαστικές δραστηριότητες των δικηγόρων, το άρθρο 4 εδ. 1 οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ης Μαρτίους 1977 προβλέπει ότι «…οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος-μέλος υποδοχής, σύμφωνα μες τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού»  Σημειωτέον ότι η Οδηγία 77/249 έχει ως στόχο να διευκολύνει την πρόσκαιρη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών και δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση των όρων και των κανόνων στους οποίους θα μπορούσε να υπόκειται ο δικηγόρος κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του.
Όπως τονίζουν ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Mischo και το Δικαστήριο, αληθεύει ότι: « ο Κοινοτικός Νομοθέτης, εφόσον εξαίρεσε δύο όρους δυνάμενους να οδηγήσουν σε εξομοίωση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών προς εγκατάσταση , έκρινε προδήλως ότι όλοι οι λοιποί όροι και κανόνες, οι οποίοι ισχύουν εντός της χώρας υποδοχής δύνανται να τυγχάνουν εφαρμογής». Ωστόσο, αν και η εν λόγω διάταξη αποσαφηνίζει τους ισχύοντες όρους και κανόνες στους οποίους ο δικηγόρος που τελεί σε καθεστώς πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών ενδεχομένως υπόκεινται κατά την άσκηση των δικαστικών δραστηριοτήτων του, δεν προδικάζει το ενδεχομένως συμβιβάσιμο των εν λόγω διατάξεων προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Η οδηγία είναι ουδέτερη ως προς την αξιολόγηση των ισχυόντων όρων και κανόνων οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται δυνάμει της Συνθήκης. Η εκτίμηση της αναγκαιότητας, αιτιολόγησης και αναλογικότητάς τους πρέπει συνεπώς να πραγματοποιείται άμεσα και σύμφωνα με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

• Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 της οδηγίας 77/249, για την άσκηση των εξωδικαστικών δραστηριοτήτων, «…ο δικηγόρος εξακολουθεί να υπόκειται στους επαγγελματικούς όρους και κανόνες του κράτους-μέλους προελεύσεως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των κανόνων, οποιαδήποτε και αν είναι η πηγή τους, οι οποίοι διέπουν το επάγγελμα στο κράτος-μέλος υποδοχής»   Διευκρινίζεται ότι οι κανόνες αυτοί προσαρμόζονται μόνον « …εφόσον δύνανται να τηρηθούν από δικηγόρο που δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος-μέλος υποδοχής και κατά το μέτρο που η τήρησή τους στο κράτος αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά για την εξασφάλιση της ορθής ασκήσεως των δραστηριοτήτων του δικηγόρου, της επαγγελματικής αξιοπρέπειας και της τηρήσεως των κανόνων περί ασυμβίβαστου»
Από το οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 4 προκύπτει ότι για την άσκηση των εξωδικαστικών δραστηριοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται η εκπροσώπηση ενώπιον των δημοσίων αρχών, η εφαρμογή των κανόνων του κράτους-μέλους υποδοχής, υπόκεινται σε εκτίμηση της αναγκαιότητάς τους σε σχέση με τους στόχους της ορθής άσκησης των δραστηριοτήτων του δικηγόρου, της επαγγελματικής αξιοπρέπειας και της τήρησης των κανόνων περί ασυμβίβαστου ( Ο τελευταίος αυτός στόχος δεν φαίνεται συναφής με το θέμα της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τους πίνακες αμοιβών που καθορίζονται από το νόμο).
    Οι όροι εφαρμογής που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο 4 παρ. 4 απαιτούν συνεπώς να αξιολογηθεί σε ποιο βαθμό είναι αναγκαία η εφαρμογή ων κανόνων της χώρας υποδοχής και συνεπώς του υποχρεωτικού πίνακα αμοιβών που καθορίζει το ελληνικό κράτος, για τους σκοπούς της διασφάλισης των στόχων που αναφέρονται και σε ποιο βαθμό οι κανόνες αυτοί μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να μην περιορίζουν δυσανάλογα την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των δικηγόρων (πράγματι το άρθρο 4 παρ. 4 διευκρινίζει ότι η τήρηση των κανόνων του κράτους υποδοχής πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά). Γίνεται λοιπόν σιωπηρή παραπομπή, σύμφωνα με αυτή τη διάταξη της οδηγίας, στον έλεγχο της αναλογικότητας, μέσω ανάλυσης με βάση το άρθρο 56 ΣΛΕΕ
    γ  Όσον αφορά το συμβιβάσιμο των εξεταζόμενων διατάξεων με το άρθρο 15 της οδηγίας 
    Στην  απάντησή τους στην προειδοποιητική επιστολή, οι ελληνικές αρχές διερωτώνται για χρόνο που επέλεξε η Επιτροπή να της απευθύνει την εν λόγω προειδοποιητική επιστολή στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας «υπηρεσίες» 2006/123/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη .Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 στοιχείο ζ της οδηγίας, τα κράτη-μέλη οφείλουν να εξετάσουν τις απαιτήσεις τους σχετικά με τις ελάχιστες ή / και ανώτερες οριζόμενες τιμές, διασφαλίζοντας ότι αυτές δεν εισάγουν διακρίσεις, δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και είναι  ανάλογες.
    Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη χρειάστηκε να αξιολογήσουν τις υφιστάμενες απαιτήσεις στη νομοθεσία τους προκειμένου να τις καταργήσουν, αν δεν ήταν αναγκαίες ή ανάλογες ή αντίθετα να τις διατηρήσουν εφόσον θεωρούσαν ότι δεν εισάγουν διακρίσεις ή ότι είναι δικαιολογημένες και ανάλογες.
    Στην έκθεση αμοιβαίας αξιολόγησης που υπέβαλαν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 39 της οδηγίας «υπηρεσίες κατά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο στις 28 Δεκεμβρίου 2009, οι ελληνικές αρχές δικαιολόγησαν τη διατήρηση της ελάχιστης οριζόμενης αμοιβής για τους δικηγόρους προκειμένου :
1)    να διατηρήσουν την ποιότητα της υπηρεσίας
2)    να στηρίξουν την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος του δικηγόρου στην υπηρεσία του πολίτη-καταναλωτή, αποφεύγοντας τον υπερβολικό ανταγωνισμό,
3)    να καταστεί δυνατό για τον πολίτη – καταναλωτή να μπορεί να υπολογίζει εκ των προτέρων τα έξοδα της διαδικασίας και γενικότερα την παρεχόμενη υπηρεσία,
4)    να είναι σε θέση τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τις καταστάσεις, την επιστροφή μιας ελάχιστης αντιμισθίας για έξοδα κατά του ηττηθέντος διαδίκου.
5)    να καταστεί δυνατή η είσπραξη του τοπικού φόρου από το Δημόσιο
Οι Ελληνικές αρχές στην απάντησή τους στην προειδοποιητική επιστολή θεωρούν ότι η Επιτροπή έχει προδικάσει τηνν ελληνική θέση αποστέλλοντάς τους προειδοποιητική επιστολή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας «υπηρεσίες» στο εθνικό δίκαιο.
    Ως προς τούτο , η Επιτροπή οφείλει να τονίσει ότι η προειδοποιητική επιστολή που απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία, είχε ως νομική βάση τα άρθρα 489 και 56 ΣΛΕΕ και όχι το άρθρο 15 της οδηγίας «υπηρεσίες». Η εν λόγω διαδικασία παράβασης δεν προδίκαζε συνεπώς κατά κανένα τρόπο το αποτέλεσμα  της διαδικασίας της οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο.
    Οι ελληνικές αρχές σημειώνουν ότι η έναρξη ισχύος ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης αρ. 1117864/2297/Α0012/2207 δεν συνιστά νέο μέτρο κατά την έννοια της οδηγίας «υπηρεσίες», δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν εισάγει νέους περιορισμούς στις προϋποθέσεις ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου αλλά προβαίνει απλώς στην προσαρμογή ενός μέτρου  που υφίστατο πριν την οδηγία.
    Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει στις ελληνικές αρχές ότι η παρούσα διαδικασία παράβασης βασίστηκε στην παραβίαση των άρθρων 49 & 56 ΣΛΕΕ λόγω της ύπαρξης καθοριζόμενης ελάχιστης αμοιβής για τους δικηγόρους στην Ελλάδα, και δεν είχε ως αντικείμενο να διαπιστώσει ενδεχόμενη ελληνική παράλειψη για μη κοινοποίηση των μέτρων που θεσπίστηκαν σχετικά ε την ελάχιστη οριζόμενη αμοιβή.
    Με βάση τα προαναφερόμενα, είναι συνεπώς να εξετασθεί το συμβιβάσιμο των εν λόγω διατάξεων με τα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ. Ωστόσο η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι θεωρεί πως σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας «υπηρεσίες», η Ελλάδα όφειλε να προβεί στην τροποποίηση των εν λόγω διατάξεων λαμβανομένου υπόψη του μη δικαιολογημένου και μη αναλόγου χαρακτήρα τους σε σχέση με τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που έχουν προβληθεί, όπως θα παραθέσει η Επιτροπή κατωτέρω. Ως προς τούτο, κατά τη διάρκεια του στάδιου εξέτασης και αξιολόγησης της νομοθεσίας τους και των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 της οδηγίας «υπηρεσίες» οι ελληνικές αρχές όφειλαν να είχαν λάβει υπόψη τη σχετική νομοθεσία του δικαστηρίου επί του θέματος. Στην υπόθεση Cipolla όσον αφορά τις ελάχιστες αμοιβές που επιβάλλονται στους δικηγόρους, το δικαστήριο τόνισε ότι πρέπει να επαληθευτεί αν οι κανόνες οι σχετικοί με την οργάνωση τα επαγγελματικά προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη, μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς για την επίτευξη των στόχων προστασίας των καταναλωτών και εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Επομένως, σύμφωνα με τον έλεγχο της αναλογικότητας που αναφέρεται από το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σε σχέση με τα άρθρα 49 &56 ΣΛΕΕ) οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να είχαν αξιολογήσει την αναλογικότητα των εξεταζόμενων διατάξεων και να την είχαν διασφαλίσει σε σχέση με τους προβληθέντες επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

Αξιολόγηση βάσει των άρθρων 49 & 56 ΣΛΕΕ : Εμπόδια στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών
α- Αναφορικά με τον περιοριστικό χαρακτήρα της επιβολής υποχρεωτικών πινάκων για τις δικαστικές και τις εξωδικαστικές δραστηριότητες του δικηγόρου σε σχέση με τα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ
     Οι διατάξεις του Κ.Δ., του Ν.Δ. 3026/1954, του Ν. 2753/1999 και της κοινής Υπουργικής απόφασης 1117864/2297/Α0012 που εφαρμόζονται σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος – μέλος και ο οποίος παρέχει ή επιθυμεί να παρέχει πρόσκαιρα ή σε μόνιμη βάση, υπηρεσίες δικαστικές και εξωδικαστικές στην Ελλάδα, συνιστούν περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών τόσο έναντι του αποδέκτη της υπηρεσίας (πελάτης) όσο και έναντι του παρόχου της υπηρεσίας (δικηγόρου)
    Όσον αφορά τους περιορισμούς έναντι του αποδέκτη της υπηρεσίας, η απαγόρευση παρέκκλισης από τις προκαθορισμένες αμοιβές δικηγόρου του οποίου το ύψος των αμοιβών θα καθορίζεται ανάλογα με το καθεστώς του και τα δεδομένα των υπηρεσιών αυτών, χωρίς να μπορεί ο δικηγόρος να επιφέρει καμία διόρθωση ώστε να προσαρμόσει την αμοιβή στην προσωπική κατάσταση του πελάτη.
    Επιπλέον ο πελάτης που είναι εγκατεστημένος σε άλλο πλην της Ελλάδος κράτος-μέλος θα μπορούσε ενδεχομένως να αποθαρρυνθεί να προσφύγει σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, διότι ο τελευταίος θα ήταν υποχρεωμένος να συμμορφωθεί προς τον ισχύοντα ελληνικό πίνακα αμοιβών, χωρίς αυτός να αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στην πραγματικότητα της αγοράς και της παρεχόμενης νομικής υπηρεσίας σε άλλος κράτος-μέλος.
    Όσον αφορά τους περιορισμούς που επιβάλλονται στον πάροχο της υπηρεσίας, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η υποχρέωση τήρησης προκαθορισμένου πίνακα αμοιβών επηρεάζει τον ανταγωνισμό και την ελευθερία τιμολόγησης του παρόχου, λόγω του ότι ο πίνακας αμοιβών υπολογίζεται με βάση το μέσο κόστος, χωρίς να λαμβάνονται κατ’ ανάγκη υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες μιας υπόθεσης. Συναφώς, δικηγόρος εγκατεστημένος σε άλλος κράτος-μέλος θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα ή να εγκατασταθεί σε αυτήν, διότι θα ήταν υποχρεωμένος να συμμορφωθεί με τον πίνακα αμοιβών που ισχύει στην Ελλάδα. Όμως οι όποιες ενδεχόμενες υποδεί8ξεις αμοιβών δε θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα να αποσπούν το δικηγόρο από τον άμεσο υπολογισμό των εξόδων του, αλλά αντίθετα θα πρέπει να του επιτρέπουν να καθορίζει για κάθε υπόθεση χωριστά τις τιμές και τις αμοιβές του.
    Επιπροσθέτως, δικηγόρος που είναι ήδη εγκατεστημένος  σε άλλο κράτος ενδέχεται να επιθυμεί να παρέχει τιμές χαμηλότερες από εκείνες των συναδέλφων του για υποθέσεις λιγότερο πολύπλοκες ή για ειδικές ομάδες πελατών με τις οποίες θα μπορούσε να συνδέεται με προνομιούχες σχέσεις.
    Ο καθορισμός όμως της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελεί βασικό στοιχείο προσέλκυσης των πελατών. Η απαγόρευση της παρέκκλισης από τους προκαθορισμένους πίνακες αμοιβών αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην άσκηση δραστηριοτήτων των δικηγόρων στην Ελλάδα, επηρεάζοντας την πρόσβασή τους στην αγορά. Διότι μολονότι οι δικηγόροι που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος-μέλος δεν εμποδίζονται επισήμως να παρέχουν σε πρόσκαιρη βάση τις υπηρεσίες τους στην Ελλάδα, εντούτοις αυτή η παροχή υπηρεσιών τους καθίσταται λιγότερο ελκυστική. Είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί ως προς αυτό, ότι στην απόφαση Caixa Bank, το ΔΕΚ επεσήμανε τον περιοριστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, των μέτρων που επηρεάζουν την πρόσβαση στην εθνική αγορά των εταιριών άλλων κρατών-μελών. Ειδικότερα, επεσήμανε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ απαγορεύει μέτρα τα οποία, όπως το συγκεκριμένο στερούν από τους παρόχους υπηρεσιών άλλων κρατών-μελών τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν αποτελεσματικά τις επιχειρήσεις που είναι ήδη εγκατεστημένες σε μία αγορά και τα οποία καθιστούν δυσκολότερη την πρόσβαση στην αγορά αυτή. Η ανάλυση αυτή μπορεί να ισχύσει κατ΄ αναλογία και για το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει την εφαρμογή όποιας εθνικής νομοθεσίας καθιστά δυσκολότερη την μεταξύ των κρατών-μελών παροχή υπηρεσιών από την παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό κράτους-μέλους. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι η απαγόρευση παρέκκλισης από τους προκαθορισμένους πίνακες αμοιβών συνιστά εμπόδιο στη συμβατική ελευθερία των μερών να καθορίζουν ελεύθερα το ύψος των αμοιβών.
    Επιπλέον, το γεγονός ότι ο δικηγόρος που τελεί σε καθεστώς πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα ή είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα και ταυτόχρονα σε άλλος κράτος-μέλος, οφείλει να συμμορφώνεται, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης, προς τους προκαθορισμένους ελληνικούς πίνακες αμοιβών, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάσταση διπλής επιβολής κανόνων αντιφατικών μεταξύ τους. Πράγματι αν ένας δικηγόρος εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου υπόκειται στην υποχρεώση συμβατικού καθορισμούς των αμοιβών του, ενεργεί στην Ελλάδα ασκώντας τις δραστηριότητές του, οφείλει να συμμορφώνεται ταυτόχρονα στους   όρους και επαγγελματικούς κανόνες του κράτους καταγωγής του και σε εκείνους που διέπουν το επάγγελμα στην Ελλάδα, συνεπώς στον ελληνικό πίνακα αμοιβών που επιβάλλει τόσο ελάχιστες όσο και ανώτατες τιμές οι οποίες ενδέχεται να αποδεικνύονται ασυμβίβαστες.
    Επιπλέον το γεγονός ότι η οριζόμενη ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με την έκδοση γραμματίου και ότι επί την εν λόγω προείσπραξης που διενεργεί ο δικηγορικός σύλλογος πραγματοποιούνται παρακρατήσεις φόρου εισοδήματος καθώς και παρακρατήσεις φόρου εισοδήματος καθώς και παρακρατήσεις για τη χρηματοδότηση του συλλόγου, μπορεί να αποτρέψει ένα δικηγόρο από το να έρθει να ανοίξει δευτερεύον γραφείο στην Ελλάδα, ή να έρθει στο πλαίσιο πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών. Πράγματι, το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ προβλέπει ότι: «… οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή ρτων δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος-μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος, αποκλειόμενου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού» .Όμως από την περιγραφή της ισχύουσας νομοθεσίας που δόθηκε από τις ελληνικές  αρχές, προκύπτει ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι (στην Αθήνα, τον Πειραιά, και τη Θεσσαλονίκη) μπορούν να πραγματοποιούν παρακράτηση της οποίας ένα μέρος κρατούν ως ίδιο έσοδο και ένα μέρος αποδίδουν στους ασφαλιστικού φορείς των μελών τους. Η εν λόγω παρακράτηση μπορεί να αποθαρρύνει έναν δικηγόρο της Ε.Ε. από το να έρθει στο πλαίσιο ευκαιριακής παροχής υπηρεσίας δεδομένου ότι θα πρέπει ενδεχομένως να καταβάλλει διπλή εισφορά ενώ είναι ήδη νομίμως εγγεγραμμένος στο κράτος-μέλος καταγωγής του. Αυτό συνιστά επομένως πρόσθετη επιβάρυνση για το δικηγόρο της Ε.Ε. που τελεί σε καθεστώς παροχής υπηρεσίας στην Ελλάδα.
    Σύμφωνα με πάγια νομολογία του δικαστηρίου, η τήρηση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ «…περιλαμβάνει υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων εξαιρέσεων και προϋποθέσεων, την ανάληψη και την άσκηση κάθε είδους μη μισθωτών δραστηριοτήτων στο έδαφος κάθε άλλου κράτους-μέλους. καθώς και τη σύσταση και διαχείριση εταιριών, την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών. Η πρόσβαση στις δραστηριότητες  αυτές στο κράτος-μέλος εγκατάστασης περιορίζεται από εθνικά μέτρα που μπορούν να θέσουν τις εταιρίες  άλλων κρατών μελών σε μειονεκτική πραγματική νή νομική κατάσταση σε σχέση με τις εταιρίες του κράτους εγκατάστασης. Ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει προς το άρθρο 43 της Συνθήκης σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης, ακόμα και αν εφαρμόζεται κατά τρόπο μη επαγόμενο διακρίσεις»
    Επιπλέον σύμφωνα με πάγια νομολογία του δικαστηρίου η τήρηση της αρχής που θέτει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαιτεί όχο μόνο την εξάλειψη κάθε διάκρισης για λόγους εθνικότητας αλλά επίσης την κατάργηση κάθε περιορισμού όταν αυτό «…δύναται να απαγορεύσει ή να παρεμποδίσει περαιτέρω τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος-μέλος, όπου παρέχει νομίμως ανάλογες υπηρεσίες»
    Το δικαστήριο, απεφάνθη  ότι «…τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών  που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις:
–    Να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις
–    Να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος
–    Να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και
–    Να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού
Παρόλο που θεωρούμε ότι οι εξεταζόμενες εθνικές διατάξεις δεν εισάγουν διακρίσεις, θεωρούμε πάντως σκόπιμη την αξιολόγησή τους υπό το πρίσμα της δικαιολόγησής τους  και της αναλογικότητάς τους.
Όσον αφορά την ύπαρξη επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος ικανών να δικαιολογήσουν τα εν λόγω μέτρα.
    Διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και της πρόσβασης σε αυτήν
           Η αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη απαιτεί επίσης ότι τα μέρη μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα το δικηγόρο τους που θα τους εκπροσωπήσει ενώπιον του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου, κάθε καταγγέλων θα πρέπει συνεπώς να μπορεί να επιλέγει ελεύθερα το δικηγόρο του, ακόμα και αν αυτός βρίσκεται σε άλλο κράτος-μέλος από εκείνο στο οποίο βρίσκεται το δικαστήριο.
    Η αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνης απαιτεί επίσης να έχουν τα μέρη κάποια δυνατότητα πρόβλεψης και  να είναι σε θέση να ενημερώνονται, ώστε να μπορούν ενδεχομένως να γνωρίζουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα της προσφυγής τους στη δικαιοσύνη. Δεδομένου ότι ο ηττηθείς διάδικο επιστρέφει τα έξοδα στον νικήσαντα διάδικο, είναι αναγκαίο τα μέρη  να μπορούν να εκτιμούν εκ των προτέρων τα έξοδα τα οποία ενδεχομένως θα οφείλουν να καταβάλλουν. Συνεπώς είναι σκόπιμο να διασφαλισθεί ότι τα έξοδα θα είναι λογικά και δεν θα υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλισθεί η εκδίκαση της διαφορά ενώπιον του δικαστηρίου.
    Το δικαστήριο αποφαίνεται ότι «…η εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων στους δικηγόρους, ιδίως των κανόνων περί οργάνωσης προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, παρέχει την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών   υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης»
    Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ως προς τούτο ότι ο πολίτης προστατεύεται με την επιβολή ελαχίστων καθορισμένων τιμών, δεδομένου ότι είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων τις ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων.
    2 – Διασφάλιση της προστασίας των αποδεκτών υπηρεσιών
    Το δικαστήριο αναγνώρισε στην απόφαση ότι το γενικό συμφέρον που συνδέεται με την προστασία των αποδεκτών υπηρεσιών 
 μπορεί να δικαιολογήσει κάποιο περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
    Εξάλλου «…όπως το δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει , η εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων στους δικηγόρους, ιδίως των κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, παρέχει την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης.»
    Άρα, η υποχρέωση των δικηγόρων να συμμορφώνονται με πίνακα προκαθορισμένων αμοιβών θα εγγυόταν τη διαφάνεια των αμοιβών προς όφελος του πελάτη.
3    Διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών
Όπως διαπίστωσε ο Γεν. Εισαγγελέας κ. Leger στην υπόθεση Arduino « … οι αγορές επαγγελματικών υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από μία ασυμμετρία στην πληροφόρηση. Στο βαθμό που ο καταναλωτής σπάνια είναι σε θέση να εκτιμήσει την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, είναι απαραίτητο να προβλέπονται ορισμένοι κανόνες προκειμένου να διατηρείται η ποιότητα των υπηρεσιών αυτών. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η διατήρηση ενός υψηλού ποιοτικού επιπέδου για τις υπηρεσίες που παρέχει το επάγγελμα του δικηγόρου συνιστά αδιαμφισβήτητο θεμιτό στόχο γενικού συμφέροντος»

4    Διασφάλιση δικαίου ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα και αλληλεγγύη μεταξύ δικηγόρων
Οι ελληνικές αρχές, στην απάντησή τους, επικαλούνται τον στόχο διασφάλισης δικαίου ανταγωνισμού μεταξύ των δικηγόρων στην Ελλάδα με αποδεκτούς οικονομικού όρους, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στους δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδος. Επιπλέον η επιβολή ορίων αμοιβών θα επέτρεπε στο κράτος να εισπράττει αμέσως τους οφειλόμενους φόρους, επί ίσοις όροις, κατά τη στιγμή της παροχής της υπηρεσίας.
    Ως προς τούτο, η Επιτροπή οφείλει να υπενθυμίσει ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του δικαστηρίου, σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν εμπόδια σε θεμελιώδη αρχή
γ) Όσον αφορά το δυσανάλογο χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων σε σχέση με τους επιτακτικούς λόγους συμφέροντος που έχουν προβληθεί
Προκαταρκτικά, η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ , κράτος μέλος δύναται να επιβάλλει σε δικηγόρο της Ε.Ε., ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο ευκαιριακής παροχής υπηρεσιών, να συμπράττει είτε με δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υπόθεσης είτε με δικολάβο. Η Επιτροπή διερωτάται συνεπώς σχετικά με τη βεβαίωση των ελληνικών αρχών, οι οποίες τονίζουν την απουσία περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών των δικηγόρων της Ε.Ε., διότι για τις δικαστικές πράξεις ο δικηγόρος της ΕΕ υποχρεούται να προσφύγει σε Έλληνα δικηγόρο και η ύπαρξη του πίνακα αμοιβών δε θα επηρέαζε συνεπώς την απόφασή του. Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει στις ελληνικές αρχές ότι η απαίτηση συμπράξεως συνεπάγεται, να είναι σε θέση ο δικηγόρος της ΕΕ να ενεργεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι η σύμπραξη με Έλληνα δικηγόρο συνεπάγεται μόνο ότι ο τελευταίος είναι υπεύθυνος , εφόσον συντρέχει λόγος, ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου. Δεν μπορεί συνεπώς να συγχέεται η ενέργεια του δικηγόρου της ΕΕ και η σύμπραξη του Έλληνα δικηγόρου. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ιδίως ότι βάσει της απόφασης ΑΜΟΚ, το δικαστήριο διευκρίνισε ότι «…η υποχρέωση πρόσληψης δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του, παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, έχει ως συνέπεια ότι τα εξ’ αυτής έξοδα είναι αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική εκπροσώπηση». Τα έξοδα πρέπει να είναι χωριστά από εκείνα τα οποία προκύπτουν από την εργασία που πραγματοποίησε ο δικηγόρος της ΕΕ κατά κύριο λόγο. Το επιχείρημα που προέβαλαν οι ελληνικές αρχές δεν μπορεί συνεπώς να γίνει αποδεκτό.
    Ομοίως, το επιχείρημα που προέβαλαν οι ελληνικές αρχές ότι σε άλλα κράτη μέλη υφίστανται καθοριζόμενες αμοιβές καταδεικνύει την αναγκαιότητα του συστήματος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Πράγματι σύμφωνα με πάγια νομολογία του δικαστηρίου, ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη μη τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας ή να στηριχθεί σε τυχόν παραβίαση της Συνθήκης εκ μέρους άλλου κράτους-μέλους προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του μη εκπλήρωση υποχρεώσεως.
    Όπως αναφέρθηκε, οι περιορισμοί στην αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ακόμα και αν εφαρμόζονται αδιακρίτως και δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο συμφέροντος, θα πρέπει για να γίνονται αποδεκτοί, να διασφαλίζουν την υλοποίηση του στόχου που επιδιώκουν και να μην υπερβαίνουν τον αναγκαίο βαθμό για την επίτευξη του εν λόγω στόχου
1.    Αναφορικά με το δυσανάλογο χαρακτήρα των ελληνικών μέτρων σε σχέση με το στόχο γενικού συμφέροντος να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και η πρόσβαση σε αυτήν.   
    Οι Ελληνικές αρχές θεωρούν ότι το να διατίθεται ένας ενδεικτικός πίνακας αμοιβών για δικαστικές ενέργειες δεν θα επαρκούσε να διασφαλισθεί  η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για όλους του Έλληνες πολίτες. Πράγματι, ο πίνακας αμοιβών θα διαδραμάτιζε το διπλό ρόλο πληροφόρησης των εν δυνάμει διαδίκων, ρόλο που δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει ένας πίνακας που θα είχε ως μόνους αποδέκτες τους δικαστές.
    Όσον αφορά την προβλεψιμότητα για τους διαδίκους οι οποίοι εάν ηττηθούν στη δίκη, θα μπορούσαν να κληθούν ννα επιστρέψουν στον νικήσαντα διάδικο τις δαπάνες και τις αμοιβές του συνηγόρου του αντιδίκου, η Επιτροπή επιθυμεί να σημειώσει ότι ο ορισμός των εξόδων της διαδικασίας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ,ο οποίος μπορεί επίσης να προβλέψει μερικό ή συνολικό επιμερισμό των εξόδων, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική έκβαση της διαφοράς. Ο δικαστής θα πρέπει λοιπόν να λαμβάνει υπόψη το βάσιμο του αιτήματος στο σύνολό του. Ως προς τούτο, είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ του καθορισμού πινάκων εκκαθάρισης από  το  δικαστή που θα βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο και του πελάτη του. Καθένας από τους εν λόγω πίνακες ανταποκρίνεται σε διαφορετική και ανεξάρτητη η μία από την άλλη λογική.
    Όσον αφορά την προβλεψιμότητα των εξόδων για τους διαδίκους τη στιγμή κίνησης της διαδικασίας, φαίνεται αναλογικότερο και λιγότερο περιοριστικό ο δικηγόρος να υποχρεούται να παρέχει εκτίμηση των αμοιβών του παρά να του επιβληθεί να τηρεί τις ελάχιστα οριζόμενες τιμές. Ο κατ’ εκτίμηση προσδιορισμός της αμοιβής θα επιτρέψει στο διάδικο να προβλέψει τα έξοδα των νομικών υπηρεσιών ή ενδεχομένως να αλλάξει δικηγόρο αν θεωρήσει ότι αυτά είναι υπερβολικά.
    Συνεπώς, η επιβολή υποχρεωτικών πινάκων ελαχίστων αμοιβών δεν συνιστά μέτρο αναλογικού χαρακτήρα για τη διασφάλιση της πρόσβασης όλων των πολιτών στη δικαιοσύνη.
    Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την εγγύηση ότι ο διάδικος  θα μπορεί να έχει πρόσβαση στο δικηγόρο της επιλογής του, δε φαίνεται ότι η επιλογή δεσμευτικών πινάκων αμοιβών μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη αυτού του στόχου. Πράγματι, κάθε πρόσωπο που τυγχάνει του ευεργετήματος της πενίας δύναται να επιλέξει συνήγορο από τους καταλόγους των δικηγόρων που είναι επιφορτισμένοι με τη νομική συνδρομή. Οι κατάλογοι αυτοί καταρτίζονται από το δικηγορικό σύλλογο της περιφέρειας του Εφετείου, στο οποίο υπάγεται ο επί της ουσίας αρμόδιος δικαστής ενώπιον του οποίου εκκρεμεί  η υπόθεση. Η ελεύθερη επιλογή του διαδίκου διασφαλίζεται επομένως από τον κατάλογο αυτό. Ο καθορισμός δεσμευτικών ελαχίστων τιμών θα μπορούσε αντίθετα να δυσχεράνει την προσφυγή σε δικηγόρο εμπιστοσύνης, ο οποίος δε δύναται να παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη του ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και ανάλογα με το καθεστώς στο οποίο τελεί. Εξάλλου αυτό θα μπορούσε επίσης να αποθαρρύνει την προσφυγή στο δικηγόρο της επιλογής του πελάτη που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος- μέλος, δεδομένου ότι αυτός οφείλει να συμμορφωθεί με τους ισχύοντες στην Ελλάδα, πίνακες αμοιβών.
    Επιπλέον ο στόχος να εξασφαλίζεται σε όλους τους πολίτες η  πρόσβαση σε λογικές τιμές στις ουσιώδεις υπηρεσίες που παρέχουν οι δικηγόροι στο πλαίσιο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πελατών τους ενώπιον των δικαστηρίων, δεν είναι εν προκειμένω διόλου συναφής. Διότι αντίθετα, θ7α ήταν περισσότερο σύμφωνο προς το στόχο αυτό να μην υπάρχουν δεσμευτικοί πίνακες αμοιβών, δεδομένου ότι αυτό θα επέτρεπε στους δικηγόρους να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του πελάτη τους, ενώ επί του παρόντος δεν είναι σε θέση να το πράξουν , εφόσον υποχρεούνται να τηρούν πίνακες ελαχίστων αμοιβών, μη επιδεχόμενους παρέκκλιση. Από την άλλη πλευρά , η επιβολή πινάκων αμοιβών δεν καθιστά δυνατή τη διασφάλιση σε όλους τους πολίτες της πρόσβασης σε νομικές υπηρεσίες, επιτυγχάνεται ήδη με το μηχανισμό της δικαστικής συνδρομής, ενώ η εγγύηση λογικού επιπέδου τιμής σε σχέση με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας ανήκει περισσότερο στη δεοντολογική ευαισθησία του συγκεκριμένου επαγγελματία, η εποπτεία του οποίου διασφαλίζεται από το δικηγορικό σύλλογο, όπου θα ,μπορούσε να προσφύγει κανείς σε περίπτωση αμφισβήτησης των αμοιβών ή σε περίπτωση πρόδηλης υπερτιμολόγησης.
    Με βάση τα προαναφερόμενα, δε φαίνεται ότι η επιβολή δεσμευτικών πινάκων για τις δικηγορικές δραστηριότητες είναι αναγκαία για τη διάσφαλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη τόσο σε σχέση  με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ όσο και με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ.
    2 Αναφορικά με το δυσανάλογο χαρακτήρα των ελληνικών μέτρων σε σχέση με το στόχο γενικού συμφέροντος προστασίας των αποδεκτών υπηρεσιών  
    Η επιβολή πίνακα ελαχίστων αμοιβών δε φαίνεται να δικαιολογείται από κανένα αντικειμενικό λόγο γενικού συμφέροντος προστασίας των αποδεκτών υπηρεσιών. Πράγματι, δεν μπορεί παρά να αποβαίνει προς όφελος του πελάτη το να μπορεί ο δικηγόρος να παρεκκλίνει από τις τιμές που εφαρμόζονται, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων, τις χρηματικές δυσκολίες του πελάτη.
    Οι Ελληνικές αρχές τονίζουν, προς υποστήριξη των εξεταζομένων διατάξεων, ότι οι δικαστικές υπηρεσίες αποτελούν μέρος των υπηρεσιών με τη μεγαλύτερη ασυμμετρία πληροφοριών. Όμως οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι στην αγορά των νομικών υπηρεσιών ο κίνδυνος αναστροφής επιλογής κινδύνων ενδέχεται να υλοποιηθεί ως εξής: Οι πελάτες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από δικηγορική αρωγή θα επιλέγουν κατά περίπτωση: α) είτε (αν καθοριστικό κριτήριο είναι η τιμή) τους πιο φθηνούς δικηγόρους- οι οποίοι κατά τεκμήριο θα είναι οι λιγότερο ικανοί να τους προστατέψουν, β) είτε (αν καθοριστικό κριτήριο είναι η ποιότητα) τους πιο ακριβούς δικηγόρους- τους οποίους πιθανώς να μην έχουν τη δυνατότητα να ξεπληρώσουν. Συνεπώς, η θέσπιση ελαχίστων αμοιβών θα επέτρεπε να αρθεί εν μέρει(τουλάχιστον  όσον αφορά την τιμή)η υπάρχουσα ασυμμετρία πληροφόρησης, καθώς οι εντολείς ενημερώνονται από έναν τρίτο (δηλ. όχι το δικηγόρο) με τον οποίο σκέφτονται να συμβληθούν) κατά τρόπο αντικειμενικό για το ελάχιστο κόστος των υπηρεσιών, τις οποίες επιζητούν. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται το ενδεχόμενο αναστροφής επιλογής κινδύνων.
    Ως προς τούτο, η Επιτροπή δε μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι ο καθορισμός πινάκων ελαχίστων αμοιβών μη επιδεχόμενων παρέκκλιση δεν μπορεί να εμποδίσει από την παροχή υπηρεσιών χαμηλής ποιότητας τους στερούμενους δεοντολογικής ευαισθησίας παρόχους. Εξάλλου οι απαρέγκλιτες κατώτατες τιμές δεν προστατεύουν τον αποδέκτη υπηρεσιών από οποιαδήποτε πρόθεση του παρόχου να υποβαθμίσει την ποιότητα και να μειώσει το κόστος των υπηρεσιών του, προκειμένου να αυξήσει ενδεχομένως τα κέρδη του καθώς αν και μπορεί να μειώσει το πραγματικό του κόστος, δεν μπορεί ωστόσο να μειώσει τις αμοιβές του οι οποίες θα παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο ανεξαρτήτως της παρεχόμενης νομικής υπηρεσίας. Η επιβολή πίνακα ελαχίστων αμοιβών δε φαίνεται να μπορεί να προστατεύσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Συνεπώς, η Επιτροπή δε μπορεί να συμμετρίσει τη διαβεβαίωση των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με την οποία, οι φθηνότεροι δικηγόροι είναι οι λιγότερο ικανοί να παρέχουν ορισμένη υπηρεσία.
    Η σκοπιμότητα της επιβολής ενός πίνακα κατώτατων τιμών φαίνεται να είναι περισσότερο η διασφάλιση ενός συγκεκριμένου επιπέδου εσόδων προς όφελος των εμπλεκομένων επαγγελματικών. Αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο του κλαδικού συμφέροντος των δικηγόρων, να αποφευχθεί η εξίσωση προς τα κάτω των εσόδων, στην οποίαν οδηγεί ο ανταγωνισμός στις τιμές με σκοπό την επίτευξη ενός γενικού συμφέροντος της κοινωνίας.
    Οι ελληνικές αρχές τονίζουν ότι η ανακοίνωση και ηγ διαφήμιση των τιμών των νομικών υπηρεσιών δεν επιτρέπεται ούτε θα επιτρέπεται. Συνεπώς θεωρούν ότι ούτε τώρα ούτε στο προσεχές μέλλον οι τιμές δε θα αποτελούν άμεσο στοιχείο ανταγωνισμού και προσέλκυσης πελατείας. Ως εκ τούτου, η νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση Caixa Bank δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αυτόματο στη περίπτωση των νομικών υπηρεσιών. Απεναντίας, η ύπαρξη ελαχίστων ορίων αμοιβών, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό μέσω των τιμών, φέρεται να ευνοεί την ανάπτυξη ανταγωνισμού με άλλα μέσα, ιδίως δε μέσω της ποιότητας των παρεχόμενων  υπηρεσιών.
    Όμως η Επιτροπή θεωρεί, όπως θα αναπτύξει κατωτέρω, ότι η επιβολή ελαχίστων καθορισμένων τιμών δεν έχει ως αποτέλεσμα να διασφαλίζονται υπηρεσίες ποιότητας προς όφελος των αποδεκτών υπηρεσιών.
    Ομοίως η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι ακόμη και αν ήταν αναλογικό και δικαιολογημένο να περιοριστεί η κοινολόγηση και η διαφήμιση των τιμών, παραμένει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι για να προστατευθούν οι αποδέκτες υπηρεσιών, οι ελληνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν τη διαφάνεια των τιμών που χρεώνουν οι πάροχοι υπηρεσιών.,    Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι το σύστημα των κατώτατων οριζόμενων αμοιβών θεωρείται ιδιαίτερα ευέλικτο καθώς για τον υπολογισμό της αμοιβής του δικηγόρου λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες ανάγκες του εντολέα αλλά και οι ιδιομορφίες του επαγγελματία. Έτσι οι ελληνικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η αμοιβή των δικηγόρων ορίζεται κατ’ αρχήν ελεύθερα μεταξύ των μερών και μπορεί να έχει τη μορφή α) εργολαβικής αμοιβής συναρτούμενης με την έκβαση της δίκης, β) πάγιας αντιμισθίας, γ) ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης και δ) αμοιβής εκφρασμένης σε απόλυτες τιμές. Συνεπώς, δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα ορισμού ελαχίστων αμοιβών, αλλά τουλάχιστον τέσσερα, επιτρέποντας στον επαγγελματία και στον εντολέα του να επιλέξουν αυτό που κρίνουν ως προσφορότερο. Εξάλλου, καθώς ο κατάλογος ελαχίστων αμοιβών   προβλέπει πολλές περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις, επιτρέπει σημαντική ευελιξία ανάλογα με το είδος της διαφοράς και το ύψος της.
    Ως προς τούτο, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι ακόμη και αν υπάρχουν άλλα μέσα καθορισμού του ύψους των αμοιβών από την «αμοιβή εκφρασμένη σε απόλυτες τιμές», είναι γεγονός ότι αν ο δικηγόρος και ο πελάτης επιλέξουν αυτό το μέσο προσδιορισμού της αμοιβής, υπόκεινται στη τήρηση των κατώτατων οριζόμενων τιμών  για τους δικηγόρους χωρίς αυτό να φαίνεται δικαιολογημένο και αναλογικό σε σχέση με επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.
    Το ισχύον ελληνικό σύστημα δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση τη συμβατική ελευθερία, εφόσον οι ελάχιστες αμοιβές πρέπει να τηρούνται υποχρεωτικά από το δικηγόρο. Όμως η συμβατική ελευθερία πρέπει να υπερισχύει μεταξύ του πελάτη και του δικηγόρου ντου, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα αμφισβήτησης των αμοιβών, όταν αυτές κρίνονται υπερβολικές, ενώπιον του δικηγορικού συλλόγου ή άλλου αρμοδίου οργάνου. Πράγματι, οι δικηγόροι αποτελούν ένα ιδιαίτερα κατοχυρωμένο νομοθετικά επάγγελμα και κάθε δυσαρεστημένος πελάτης θα πρέπει να μπορεί να προσφεύγει υποβάλλοντας καταγγελία στις εθνικές δικαστικές αρχές ή και στο αρμόδιο για απάτες ή καταχρήσεις Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου, αρχές οι οποίες θα δύνανται να επιβάλλουν κυρώσεις όσον αφορά τις παρεκτροπές ή τις καταχρήσεις ενός δικηγόρου. Εξάλλου, τα μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της πρόσβασης στις διαθέσιμες πληροφορίες και της ποιότητάς τους, όσον αφορά τις παρεχόμενες υπηρεσίες, θα ,μπορούσαν να προστατεύουν αποτελεσματικότερα τους καταναλωτές, βοηθώντας τους να επιλέγουν βάσει καλύτερης πληροφόρησης.
    Συνεπώς, φαίνεται περισσότερο σύμφωνα με τα δικαιώματα των αποδεκτών υπηρεσιών καθώς και με τα δικαιώματα του δικηγόρου να μπορούν οι αμοιβές να αποτελούν αντικείμενο διμερούς συμφωνίας μεταξύ των μερών επιτρέποντας την άμεση αντίληψη των δαπανών συναλλαγής και τη συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αναγκών και προσδοκιών καθενός από τα μέρη, με την επίγνωση ότι κάθε κατάχρηση θα μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές.
    Βάσει των άρθρων 49 & 56 ΣΛΕΕ, φαίνεται συνεπώς ότι η επιβολή δεσμευτικών πινάκων αμοιβών είναι δυσανάλογη σε σχέση με το στόχο να προστατεύονται οι αποδέκτες υπηρεσιών.
3    Αναφορικά με το δυσανάλογο χαρακτήρα των ελληνικών μέτρων σε σχέση με το στόχο να διασφαλίζεται η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.      
    Η Επιτροπή θα επιθυμούσε να υπογραμμίσει ότι η καθιέρωση κατώτατων τιμών δεν επιτρέπει να διασφαλίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, διότι τίποτε δεν εμποδίζει έναν δικηγόρο να παρέχει υπηρεσίες κακής ποιότητας αλλά σύμφωνα με τις τιμές του ισχύοντος πίνακα. Σε κάθε δικηγόρο που υποπίπτει σε πταίσμα θα ήταν προτιμότερο να μπορούν να του επιβάλλονται κυρώσεις από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, η εποπτεία δε αυτή θα φαινόταν προσφορότερη για να εξασφαλίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
    Οι ελληνικές αρχές υπογραμμίζουν ότι οι νομικές υπηρεσίες βασίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης περισσότερο από ότι στην τιμή. Προς επίρρωση αυτού, αναφέρονται στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία, για τις νομικές υπηρεσίες, οι αναθέτουσες αρχές δύναται να επιλέγουν τον αντισυμβαλλόμενό τους ελεύθερα, χωρίς να δεσμεύονται από το κριτήριο της οικονομικά πιο συμφέρουσας προσφοράς. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι δεν αμφισβήτησε ποτέ στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας παράβασης ότι και άλλα κριτήρια πέραν από την τιμή μπορούν να ληφθούν υπόψη από τον πελάτη τη στιγμή που επιλέγει μια από τις προσφορές νομικών υπηρεσιών. Ωστόσο, αμφισβητεί ντο γεγονός ότι ο καθορισμός από τις ελληνικές αρχές πινάκων ελάχιστων αμοιβών, μπορεί να χαρακτηρισθεί ανάλογος και απαραίτητος για τους σκοπούς εξασφάλισης της προστασία των αποδεκτών υπηρεσιών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Εναπόκειται στον αποδέκτη υπηρεσιών να καθορίσει τα δικά του κριτήρια επιλογής όταν χρειασθεί να επιλέξει πάροχο υπηρεσιών.
    Ως προς τούτο, η Επιτροπή θέλει να τονίσει ότι, όπως διαπίστωσε ο Γεν. Εισαγγελέας στην υπόθεση Arduino «… οι αγορές επαγγελματικών υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από μία ασυμμετρία στην πληροφόρηση. Στο βαθμό όπου ο καταναλωτής σπάνια είναι σε θέση να εκτιμήσει ο ίδιος την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, είναι απαραίτητο να προβλέπονται ορισμένοι κανόνες προκειμένου να διατηρείται η ποιότητα των υπηρεσιών αυτών»,κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ορθή άσκηση των δραστηριοτήτων του δικηγόρου.
    Ωστόσο, όπως τονίζει πιο κάτω ο Γεν. Εισαγγελέας κ. Leger : « … δεν υπάρχει σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ του επιπέδου των αιτούμενων αμοιβών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Δεν βλέπω σε τι ένα σύστημα δεσμευτικών τιμών θα εμπόδιζε τα μέλη του επαγγέλματος να προσφέρουν υπηρεσίες μέτριας ποιότητας αν, εξάλλου τα προσόντα τους, η ικανότητά τους ή το ήθος τους ελλείπουν. Αφετέρου, η ποιότητα των υπηρεσιών διασφαλίζεται – ή πρέπει να διασφαλίζεται – με μέτρια άλλης φύσεως, όπως είναι τα μέτρα που διέπουν τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο επάγγελμα και την επαγγελματική ευθύνη των δικηγόρων.»
    Ως εκ τούτου, αφενός, δεν μπορεί να συνδέεται η υποχρέωση τήρησης πινάκων ελαχίστων αμοιβών, οι οποίοι να έχουν προκαθοριστεί με ρύθμιση του κράτους μέλους υποδοχής, με την ανάγκη διασφάλισης της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας. Πράγματι, δε φαίνεται να μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας από τη χρέωση λιγότερο ή περισσότερο υψηλών τιμών σε σχέση με εκείνες που ορίζονται στον πίνακα. Η εγγύηση της ποιότητας μιας υπηρεσίας εξαρτάται από την ορθή άσκησή της και τη συμπεριφορά του επαγγελματία και όχι από τους πίνακες αμοιβών.
    Αφετέρου δε, η αρχή της απαγόρευσης εφαρμογής παρεκκλίσεων δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό, εμποδίζοντας το δικηγόρο, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα ή παρέχει πρόσκαιρα εκεί τις υπηρεσίες του να προτείνει ανταγωνιστικότερη τιμή, ενώ περιορίζει την πρόσβασή του στην Ελληνική αγορά, απαγορεύοντας τον καθορισμό αμοιβών που έχουν γίνει δεκτές και έχουν συμφωνηθεί ελεύθερα και συμβατικά μεταξύ των μερών. Πράγματι, οι εν λόγω επιβαλλόμενοι πίνακες αμοιβών έχουν ως συνέπεια να αποκλείουν αποτελεσματικά μέσα πρόσβασης στην αγορά και διείσδυσης σε αυτή, μέσω αμοιβών που συμφωνούνται ελεύθερα και κατόπιν συμβάσεως μεταξύ των μερών. Όμως οι τιμές αποτελούν το βασικό μέσο ανταγωνισμού που μπορεί να ευνοεί την προώθηση της κυκλοφορίας των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών-μελών, χωρίς να επηρεάζεται η ποιότητα των υπηρεσιών από τον συμβατικά ελεύθερο από τα μέρη προσδιορισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών. Πράγματι, η ποιότητα δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκη με υψηλές τιμές, τα πάντα εξαρτώνται από την ποιότητα και την ικανότητα του ίδιου του επαγγελματία και όχι από το ύψος των τιμών του. Ο καθορισμός δεσμευτικών τιμών, φαίνεται συνεπώς ότι στερείται λογικής και οικονομικής βάσης, επειδή δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την παροχή υπηρεσιών συνοδευόμενη από ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας.
    Επιπλέον, η επιβολή πινάκων αμοιβών καθοριζομένων σε εθνικό επίπεδο συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των νομικών υπηρεσιών εντός της Ένωσης, υπό την έννοια ότι ο δικηγόρος θα μπορούσε να υπόκειται σε αντιφατικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον επαγγελματικό σύλλογο καταγωγής και τον ελληνικό σύλλογο , σε περίπτωση ευκαιριακής παροχής υπηρεσιών ή σε περίπτωση διπλής εγκατάστασης. Η διαφύλαξη της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στο ελληνικό έδαφος δε φαίνεται να δικαιολογεί την υποχρέωση τήρησης των αμοιβών που ισχύουν στην Ελλάδα, καθώς αυτό θα οδηγούσε ιδίως στο να αρνείται κανείς εκ των πραγμάτων κάθε ποιότητα ικανοποιητικού επιπέδου για τις παρεχόμενες υπηρεσίες από πάροχο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο δεν υπόκειται σε τέτοια υποχρέωση, εάν ο τελευταίος δεν συμμορφώνεται με τους ελληνικούς πίνακες  αμοιβών, παρότι διαφέρουν από τις αμοιβές εκείνες τις οποίες θα μπορούσε να προτείνει αν η παροχή είχε λάβει χώρα στο κράτος  από το οποίο προέρχεται. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρει το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δικαιολογούν τις ελάχιστες τιμές εκτιμώντας  ότι το ποσό τους είναι τόσο χαμηλό ώστε θα ήταν παράλογο για έναν δικηγόρο να προτείνει χαμηλότερες αμοιβές φοβούμενος τον ανταγωνισμό που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ δικηγόρων αν καταργούνταν οι ελάχιστες οριζόμενες τιμές. Η Επιτροπή σημειώνει το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν σιωπηρά τη δυνατότητα για τους δικηγόρους να προσφεύγουν σε χαμηλότερες τιμές από εκείνες που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία. Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τη θέση των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με την οποία η επιβολή ελαχίστων οριζόμενων τιμών θα επέτρεπε να διασφαλισθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
    Σε κάθε περίπτωση, είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε ότι ο δικηγόρος, ως μέλος ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, υπόκειται  στις ρυθμίσεις του κράτους μέλους εγκατάστασής του και στην εποπτεία του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος, ενώ υπόκειται επίσης σε περίπτωση πειθαρχικής παράβασης, σε πιθανές πειθαρχικές διώξεις από τον εν λόγω δικηγορικό σύλλογο. Αυτός ο πειθαρχικός έλεγχος, ο οποίος ασκείται από τον επαγγελματικό σύλλογο του παρόχου, διασφαλίζει την ορθή άσκηση των δραστηριοτήτων του και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος. Συνεπώς, στο πλαίσιο ενός νομικά ιδιαίτερα κατοχυρωμένου επαγγέλματος, όπως είναι αυτό του δικηγόρου, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυστηρούς ελέγχους, δεν δικαιολογούνται δεσμευτικές αμοιβές.
    Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι άλλοι τρόποι προώθησης του ανταγωνισμού μεταξύ δικηγόρων, είναι η δημοσίευση άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά, η συγγραφή βιβλίων και υποστηρικτικών συγγραμμάτων και η παροχή χορηγιών για τη διοργάνωση συνεδρίων, ημερίδων και άλλων εκδηλώσεων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο επαγγελματικός ανταγωνισμός μετατρέπεται σε ευεργετική επιστημονική άμυλα. Η κατάσταση αυτή θα άλλαζε άρδην αν επιτρεπόταν ο ανταγωνισμός μέσω των τιμών, οπότε το ζητούμενο θα ήταν, αποκλειστικά,  η ελαχιστοποίηση του κόστους και η οικονομικά βέλτιστη χρήση του περιορισμένου χρόνου των δικηγόρων.
    Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι ο υγιής και αποτελεσματικός ανταγωνισμός οφείλει να λαμβάνει πολλές φορές και ότι η δυνατότητα για τους δικηγόρους να ανταγωνίζονται επιστημονικά δε δικαιολογεί, καθεαυτή, τη θεσμοποίηση πινάκων ελαχίστων οριζόμενων αμοιβών. Ομοίως, η Επιτροπή υποθέτει ότι η δημοσίευση επιστημονικών άρθρων ή η συμμετοχή σε συνέδρια πραγματοποιείται δωρεάν από τους δικηγόρους. Συνεπώς δεν κατανοεί για ποιους λόγους η θεσμοποίηση πινάκων ελαχίστων οριζόμενων τιμών θα ευνοούσε τη δημοσίευση επιστημονικών άρθρων ή τη συμμετοχή σε συνεδρία εκτός και αν οι ενδιαφερόμενοι δικηγόροι μετακυλίουν τα συνακόλουθα έξοδα στους πελάτες τους (οι οποίοι δεν είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι από τον εν λόγω επιστημονικό ανταγωνισμό)
    Ως εκ τούτου, η απαγόρευση παρέκκλισης από τις προκαθορισμένες αμοιβές δικηγόρων δε φαίνεται δικαιολογημένη σε σχέση με το στόχο εγγύησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι υπάρχουν λιγότερα περιοριστικά μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως είναι τα μέτρα σχετικά με την πρόσβαση στο επάγγελμα ή την άσκησή του, πόσο μάλλον που ο δικηγόρος κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπόκειται στον πειθαρχικό έλεγχο του συλλόγου στον οποίο ανήκει, ο οποίος μάλιστα δύναται να επιβάλλει κυρώσεις για κάθε επαγγελματικό παράπτωμα συναδέλφου. Πράγματι, αφενός, κάθε πελάτης που παραπονείται για καταχρηστική τιμολόγηση που εφαρμόζεται από δικηγόρο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει πρόσβαση στο Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος και το οποίο ασκεί έναντι αυτού πειθαρχικό έλεγχο, αφετέρου δε, η ποιότητα των υπηρεσιών διασφαλίζεται από τις κανονιστικές διατάξεις που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα και την προσωπική ευθύνη του δικηγόρου.
4    – Αναφορικά με τον μη αιτιολογημένο χαρακτήρα των ελληνικών μέτρων σε σχέση με τον στόχο να διασφαλίζεται δίκαιος ανταγωνισμός μεταξύ των δικηγόρων με αποδεκτούς οικονομικούς όρους καθώς και η αλληλεγγύη μεταξύ δικηγόρων.
    Οι ελληνικές αρχές σημειώνουν ότι στην Ελλάδα, υπάρχει ένας εξαιρετικά σημαντικός αριθμός δικηγόρων (40.000 σε πληθυσμό 1.000.000 κατοίκων) και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων ασκούν το επάγγελμά τους ατομικά και όχι στο πλαίσιο εταιρίας. Η Επιτροπή σημειώνει τα δεδομένα αυτά αλλά δεν κατανοεί για ποιο λόγο η άσκηση των δραστηριοτήτων που διενεργούνται κατά πλειονότητα από ανεξάρτητους επαγγελματίες δικαιολογεί την επιβολή ελαχίστων οριζόμενων τιμών. Ομοίως η Επιτροπή εκφράζει την έκπληξή της σχετικά με αυτό που αναφέρουν οι ελληνικές αρχές, ότι δηλαδή «… η συντριπτική πλειοψηφία των δικηγόρων ασκούν το επάγγελμά τους ατομικά. Δεδομένης της δομής της αγοράς, δε θα μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς, καθώς οι δικηγορικές εταιρίες οι οποίες προσλαμβάνουν δικηγόρους με υπαλληλική σχέση είναι ελάχιστες» ενώ πιο κάτω στην απάντησή τους οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, το 18,62% των δικηγόρων, συνδέονται με υπαλληλική σχέση. Αφενός, κατά την Επιτροπή, το ποσοστό 18,62% δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σπάνιο φαινόμενο. Αφετέρου, από μόνο του το γεγονός ότι ποσοστό 18,62% των δικηγόρων εργάζονται ως μισθωτοί δεν οδηγεί σε διαφοροποίηση της ανάλυσης της Επιτροπής, διότι αν και οι δικηγόροι αυτοί λαμβάνουν πάγια αντιμισθία, παραμένει το γεγονός ότι οι αμοιβές που προτείνουν τα δικηγορικά γραφεία στα οποία εργάζονται, οφείλουν να τηρούν τις ελάχιστες οριζόμενες αμοιβές που αναφέρονται στην ελληνική νομοθεσία.
    Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά των δικηγορικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα σκληρός και ότι στις περισσότερες υποθέσεις οι δικηγόροι είναι οικονομικά ασθενέστεροι από τους δυνητικούς πελάτες τους, οι οποίοι είναι είτε νομικά πρόσωπα, ή επιχειρηματίες ή ιδιοκτήτες σημαντικής περιουσίας. Συνεπώς, αν δεν διασφαλιζόταν ένα ελάχιστο όριο αμοιβών, οι ενδιαφερόμενοι για πελάτες θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση συμπιέζοντας τις αμοιβές και καταδικάζοντας έναν σημαντικό αριθμό δικηγόρων, κυρίως νέων, σε εργασία κάτω από δυσμενείς οικονομικούς όρους. Ο πολύ έντονος ανταγωνισμός θα οδηγούσε τους δικηγόρους να εργάζονται για ωρομίσθιο ίσο ή και χαμηλότερο από το κατώτερο νομοθετικά κατοχυρωμένο ωρομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.
    Οι ελληνικές αρχές στηρίζονται στη μελέτη που δημιοσιεύθηκε από την Επιτροπή “Study on the transparence of cost of civil judicial proceedings in the EU, 2007”  από την οποία προκύπτει ότι το ποσό των ελληνικών αμοιβών εμπίπτει στη χαμηλότερη κατηγορία, αν  ληφθεί υπόψη μόνο το ποσοστό το οποίο ο δικηγόρος οφείλει να προκαταβάλει. Έτσι, για τις ελληνικές αρχές οι ελάχιστες αμοιβές δικηγόρων στην Ελλάδα, είναι τόσο χαμηλές ώστε να καθιστούν οικονομικά ασύμφορο για οποιονδήποτε επαγγελματία άλλου κράτους να παρέχει υπηρεσίες σε ακόμη χαμηλότερες τιμές. Συνεπώς, η ύπαρξη νόμιμων ελαχίστων αμοιβών για τους δικηγόρους δεν είναι ικανή να αποθαρρύνει τους αλλοδαπούς επαγγελματίες από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος δεν είναι ικανή να αποθαρρύνει τους αλλοδαπούς επαγγελματίες από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, διότι ούτως ή άλλως δε θα ήταν διατεθειμένοι να μετακινηθούν  για να εργασθούν για ακόμη χαμηλότερες αμοιβές. Ως προς αυτό, η Επιτροπή οφείλει να τονίσει στην Ελλάδα, ότι είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς εκ των προτέρων τη διάθεση των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ένα επίπεδο αμοιβών Χ ή Ψ. Το ύψος της ζητούμενης αμοιβής θα εξαρτηθεί από τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας . Εξάλλου η Επιτροπή εκφράζει την έκπληξή της και την απορία της ως προς τους λόγους διατήρησης ελαχίστων καθοριζομένων τιμών από τις ελληνικές αρχές εάν αυτές  τις θεωρούν τόσο χαμηλές. Το ποσό τους δε θα επέτρεπε συνεπώς να διασφαλίζεται αμοιβή την οποία οι ελληνικές αρχές θεωρούν δίκαιη.
    Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές δικαιολογούν τις εν λόγω διατάξεις τονίζοντας ότι το σύστημα προείσπραξης ελαχίστων αμοιβών εξυπηρετεί, μεταξύ άλλων, και την έγκαιρη και αναμφισβήτητη συγκέντρωση χρηματικών πόρων προς όφελος α) του γενικού προϋπολογισμού του κράτους (15%) β) των κατά τόπους δικηγο9ρικών συλλόγων (2-4%) και γ) των ασφαλιστικών φορέων των δικηγόρων (8%) . Η είσπραξη των χρημάτων αυτών γίνεται από τον κατά τόπο αρμόδιο δικηγορικό σύλλογο και αποδίδεται σε σύντομο διάστημα στους δικαιούχους. Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξαλείφονται τα ενδεχόμενα φόρο-εισφοροδιαφυγής, οι αμφισβητήσεις ως προς το ύψος των εσόδων και οι καθυστερήσεις στην καταβολή των σχετικών κονδυλίων. Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό οι δικηγόροι με τα περισσότερα έσοδα από δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες συνεισφέρουν άμεσα στους δικηγορικούς συλλόγους και στους ασφαλιστικούς τους φορείς, έτσι ώστε αυτού να είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για το γενικότερο καλό. Υγειονομικές υπηρεσίες, επιδόματα, άλλες υπηρεσίες, εξασφαλίζονται με αυτόν τον τρόπο. Ειδικά δε, ο δικηγορικός σύλλογος Αθηνών έχει θεσμοθετήσει και τον ειδικό διανεμητικό λογαριασμό εις όφελος των νέων δικηγόρων στον οποίο καταλήγει το 1% των προεισπραττόμενων αμοιβών. Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν συνεπώς ότι το σύστημα προείσπραξης ποσοστού των ελαχίστων αμοιβών λειτουργεί ως σύστημα άμεσης αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του επαγγέλματος.
    Ως προς αυτό, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι αν και ο στόχος που επιδιώκεται από την ελληνική νομοθεσία είναι να διασφαλισθούν  αποδεκτοί για τους δικηγόρους οικονομικοί όροι ή η αλληλεγγύη μεταξύ δικηγόρων, αυτή στηρίζεται σε σκοπιμότητες διοικητικής και οικονομικής φύσης για τις οποίες το δικαστήριο απέρριψε τη δυνατότητα να δικαιολογούν περιορισμούς στα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ.
    Πράγματι η διασφάλιση των εισοδημάτων των δικηγόρων για τους σκοπούς υπολογισμού της βάσης των εισφορών-συνεισφορών τους δεν απαιτεί σε καμία περίπτωση την επιβολή ελαχίστων οριζομένων αμοιβών. Υπάρχουν λιγότερα περιοριστικά και περισσότερο αναλογικά μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, όπως για παράδειγμα, η επιβολή στους δικηγόρους της αναγραφής των δραστηριοτήτων τους σε σχετική δήλωση.
    Επιπλέον παρόλο που η φύλαξη τέτοιων διατάξεων αποσκοπεί να διασφαλίζει τη βέβαιη πληρωμή των συνεισφορών στο δικηγορικό σύλλογο (εφόσον αυτός είναι αρμόδιος για την είσπραξη των ελαχίστων οριζόμενων αμοιβών) τέτοιου είδους περιορισμοί δεν φαίνονται απαραίτητοι. Πράγματι, θα φαινόταν αναλογικότερο να υποβληθούν σε αναγκαστική διαδικασία εκτέλεσης οι δικηγόροι οι οποίοι δεν καταβάλλουν τις εισφορές-συνεισφορές τους παρά να τους επιβάλλονται ελάχιστες οριζόμενες αμοιβές, τα ποσά των οποίων να συγκεντρώνει άμεσα ο αρμόδιος ελληνικός δικηγορικός σύλλογος.
    Ως εκ τούτου, η εγκαθίδρυση ενός συστήματος αλληλεγγύης μεταξύ των δικηγόρων, δεν απαιτεί να επιβάλλονται ελάχιστες οριζόμενες αμοιβές τις οποίες να συγκεντρώνει άμεσα ο δικηγορικός σύλλογος. Υπάρχουν αναλογικότερα μέσα όπως η πρόβλεψη ορισμένου ποσού εισφοράς-συνεισφοράς που πρέπει να καταβάλλεται ετησίως (σταθερό ποσό ή αναλογικό προς τις πραγματοποιηθείσες δραστηριότητες).
     Οι ελληνικές αρχές τονίζουν την ευελιξία του ελληνικού συστήματος ελαχίστων οριζόμενων αμοιβών που έχει τεθεί  σε εφαρμογή, με βάση το γεγονός ότι ο δικηγόρος μπορεί να επιλέξει να περιορίσει την αμοιβή του στο προεισπραττόμενο ποσοστό (25 – 27%) της ελάχιστης αμοιβής ή ακόμα και να καταβάλλει ο ίδιος το σχετικό ποσό, ανάλογα με τη συμφωνία που έχει κάνει με τον εντολέα του. Η δυνατότητα πληρωμής εξ ιδίων μέσων προβλέπεται ρητά στις περιπτώσεις «αμοιβής βάσει αποτελέσματος» αφού σε αυτές ο δικηγόρος απαγορεύεται να λάβει οποιαδήποτε αμοιβή πριν την τελεσιδικία της υπόθεσης την οποία έχει αναλάβει.
      Ως προς τούτο, η Επιτροπή σημειώνει το γεγονός πως θεωρεί ότι από την εν λόγω ελληνική διαβεβαίωση κατανοεί ότι ο μοναδικός στόχος των ελαχίστων οριζομένων αμοιβών είναι να διασφαλισθεί η είσπραξη των εισφορών-συνεισφορών εφόσον ο δικηγόρος είναι σε θέση να περιορίσει την αμοιβή του στο προεισπραττόμενο ποσοστό . Ως προς την αιτιολόγηση των ελαχίστων οριζομένων τιμών, διερωτάται αν αυτός είναι ο μοναδικός επιδιωκόμενος στόχος. Πράγματι, φαίνεται αναλογικότερο να επιβάλλεται η καταβολή εισφορών – συνεισφορών ορισμένου ποσού, το οποίο να καθορίζεται εκ των προτέρων, παρά να επιβάλλεται η τήρηση ελαχίστων οριζομένων τιμών, τη στιγμή που αυτές δε φαίνονται απαραίτητες για την εξασφάλιση του επιδιωκόμενου στόχου. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή κρίνει ότι είναι ασυμβίβαστες με τα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ οι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν τον καθορισμό δεσμευτικών πινάκων ελαχίστων αμοιβών για τις δραστηριότητες των δικηγόρων, ιδίως οι διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954, του Ν. 2753/1999 και των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων 1117864/2297/Α0012 και 120867/30-12-2005.

Για τους λόγους αυτούς
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
αφού έδωσε στην Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να υποβάλλει τις παρατηρήσεις της με την προειδοποιητική επιστολή με ημερομηνία 02 Φεβρουαρίου 2009 (αρ. πρωτ. SG(2009)D/00510) και λαμβανομένης υπόψη της απάντησης της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας της 3ης Απριλίου 2009 (αρ. πρωτ. SG(2009A/03088).
ΔΙΑΤΥΠΩΝΕΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ
δυνάμει του άρθρου 258 πρώτο εδάφιο της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ότι,
διατηρώντας την απαίτηση της τήρησης των δεσμευτικών ελαχίστων οριζόμενων αμοιβών για τις δραστηριότητες των δικηγόρων, ιδίως με τις διατάξεις του Κ.Δ., του Ν.Δ. 3026/1954, του Ν. 2753/1999 και των ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012 & 120867/30-12-05
η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 & 56 ΣΛΕΕ
Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 258 πρώτο εδάφιο της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή καλεί την Ελληνική Δημοκρατία να λάβει  τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

Βρυξέλλες 05/05/2010

                    Για την Επιτροπή
                    Michel BARNIER
                    Μέλος Επιτροπής