Δικαίωση των Σταζιερ

ΜΠρΑθ (ΑσφΜ) 6920/2010

Διαδοχικές συμβάσεις κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας 
ορισμένου χρόνου μέσω του ΟΑΕΔ (stage) – Άρση κατάχρησης με θεώρηση 
των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου –  Έννοια εργοδότη – Υποχρέωση 
προσωρινής αποδοχής της εργασίας μισθωτού

Κρίθηκε ότι μολονότι οι αιτούσες προσλήφθηκαν με σκοπό την απόκτηση 
εργασιακής εμπειρίας στο πλαίσιο σύμβασης κατάρτισης-απόκτησης 
εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου μέσω του ΟΑΕΔ, στην 
πραγματικότητα απασχολήθηκαν από το καθʼ ού Ελληνικό Δημόσιο για την 
κάλυψη συνήθων, τρεχουσών και απολύτως τακτικών αναγκών αυτών, 
προβλέψιμων και υπαρχουσών μόνιμης, διαρκούς και πάγιας προοπτικής, 
συναρτώμενες και σχετικές με τις ανάγκες που εξυπηρετεί παράλληλα και 
το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών του. Παρά ταύτα το καθʼ ού 
απασχολούσε τις αιτούσες με διαδοχικές συμβάσεις κατάρτισης-απόκτησης 
εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου. Ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθεί 
ότι η μακροχρόνια απασχόλησή τους είχε σκοπό μόνο την επαγγελματική 
τους κατάρτιση, τη μαθητεία, την ένταξη ή την επανεκπαίδευσή τους. 
Κρίθηκε ότι η πραγματική φύση της απασχόλησής τους ήταν αυτή της 
εξαρτημένης εργασίας με όλες τις περαιτέρω συνέπειες του στοιχείου της 
εξάρτησης (μισθολογικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κλπ), ώστε οι 
εν λόγω καταρτισθείσες συμβάσεις στις οποίες προέχει το στοιχείο 
παροχής εργασίας δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ. 
Κρίθηκε ότι δεδομένου ότι η εργασία των αιτουσών παρεχόταν υπό 
συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι 
ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν υφίστατο 
αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των «ορισμένου χρόνου» συμβάσεων 
ή σχέσεων τους, τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση συνιστά 
κατάχρηση, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 π.δ. 164/2004. Για 
την άρση της εν λόγω κατάχρησης πρέπει να θεωρηθούν οι συμβάσεις αυτές 
ως αορίστου χρόνου. Πιθανολογήθηκε ότι εργοδότης των αιτουσών δεν 
είναι ο ΟΑΕΔ αλλά το καθʼ ού Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αξιοποιεί την 
εργασία των αιτουσών καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και 
ασκεί επʼ αυτών το διευθυντικό δικαίωμα. Πιθανολογήθηκε η ύπαρξη 
επείγουσας περίπτωσης και επικείμενου κινδύνου για τις αιτούσες από τη 
μη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης με το καθʼ ού καθόσον, μέχρι 
την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως από το παρόν δικαστήριο, επί της 
κύριας αγωγής που θα ασκήσουν, θα αποστερούνται του τακτικού τους 
μισθού, που αποτελεί και το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους, ενόψει 
μάλιστα και των επικρατουσών, όχι ευνοϊκών στην αγορά εργασίας σήμερα 
συνθηκών. Διαταγή ως ασφαλιστικού μέτρου να υποχρεωθεί το καθʼ ού να 
αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των 
αιτουσών, άλλως να απειληθεί σε βάρος του χρηματική ποινή ορισμένου 
ποσού για κάθε μέρα άρνησής του να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 6920/2010
ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ 122980/2010
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ 10706/2010

                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ιωάννη Μαρούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που  
ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του 
Πρωτοδικείου των Αθηνών, κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις 
του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Αυγούστου 2010 χωρίς τη 
σύμπραξη Γραμματέως.

Για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτουσών 1) …., και 2) …, αμφοτέρων κατοίκων Αθηνών, τις 
οποίες   εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι Χρήστος 
Νικολουτσόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ 10144), Παναγιώτης Καμπίτης (ΑΜ.ΔΣΑ 24801) 
και Δημήτριος Βαλαβάνης (ΑΜ/ΔΣΑ 26006).

Του καθ’ ου η αίτηση: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από 
τους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που 
εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσώπησε η δικαστική αντιπρόσωπος του 
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολέτα Παπαρούνη, με ΑΜ 294.

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 02-07-2010 αίτηση τους που 
κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό 
κατάθεσης 122980/2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 10706/2010, 
προσδιορίστηκε για την 23-08-2010 και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, 
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ ΑΚ και 6 ν. 
765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με 
το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην 
οποία και μόνον εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, 
υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του 
μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξαρτήτως του τρόπου 
με τον οποίο καθορίζεται και καταβάλλεται αυτός, χωρίς ευθύνη του 
μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, και ακόμη [όταν] ο 
μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται 
με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον 
τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεση 
της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες 
εντολές ή οδηγίες του εργοδότη.

Επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, η οποία υφίσταται, 
όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή 
εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή 
ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα η εκμάθηση τέχνης εκ 
μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως 
και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής, εν αντιθέσει 
προς τη γνήσια σύμβαση μαθητείας, στην οποία προέχει η εκπαίδευση του 
μαθητευομένου, η παρά του οποίου παροχή εργασίας γίνεται στα πλαίσια 
της εκπαιδεύσεως του και για την καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου 
της τέχνης ή του επαγγέλματος και όχι προς τον σκοπό αποδόσεως 
παραγωγικού έργου. Λόγω δε της προαναφερομένης φύσεως της, επί της 
συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται τόσον οι 
γενικές όσον και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (βλ. 
ΕφΑΘ 6627/2004, Δνη 2005, 554, επίσης ΑΠ 2052/1990 ΔΕΝ 48. 17). 
Εξάλλου, κύριος σκοπός στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η παροχή 
εργασίας από το μισθωτό και σ’ αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι. Κατά 
τούτο διαφέρει η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση μαθητείας 
(βλ. ΕφΑΘ 6627/2004, Δνη 2005, 554, πρβλ. ΑΠ 1268/88 ΔΕΝ 45.603)3με 
την οποία επιδιώκεται κυρίως η εκπαίδευση και ειδίκευση του 
μαθητευόμενου, στοιχεία τα οποία προσδίδουν σ1 αυτή την έννομη σχέση 
την ιδιοτυπία της. Έτσι, βασικό στοιχείο της διάκρισης είναι το αν οι 
συμβαλλόμενοι απέβλεψαν κυρίως στην παροχή υπηρεσιών ή στην προαγωγή 
του ατομικού οφέλους του μαθητευόμενου με την εκπαίδευση και ειδίκευση 
του (ΟλΑΠ 19/87 ΝοΒ 36.83, ΕφΑΘ 53867 1996 ΔΕΝ 53.957, ΕφΑΘ 6627/2004, 
Δνη 2005, 554).
Ο δε ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως εξαρτημένης εργασίας 
αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των 
δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων 
περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο 
μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που 
έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 18/2008, 
ΟλΑΠ 19/2009, ΟλΑΠ 20/2009, ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 556/2010, ΑΠ 1259/2009, 
ΑΠ 797/2008, ΑΠ 1618/2003).

Περαιτέρω η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 
«σχετικά με την συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που 
συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP» (EE L 175/42 της 10 Ιουλίου 
1999) θεσπίσθηκε βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ για την Κοινωνική 
Πολιτική (άρθρα 136-145 και ήδη 151-161) και, συγκεκριμένα, έχει ως 
νομική βάση το άρθρο 139 (και ήδη 155) παρ. 2 ΣυνθΕΚ. Τέθηκε σε ισχύ 
την 10.07.1999 και αποσκοπεί στην υλοποίηση της «συμφωνίας-πλαισίου 
για την εργασία ορισμένου χρόνου», η οποία συνήφθη την 18.03.1999 από 
τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους (το CEEP, τη UN ICE και τη CES). 
Επομένως, η συμφωνία-πλαίσιο, ως αναπόσπαστο μέρος Οδηγίας, αποκτά 
αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, 
σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 249 (ήδη 288) ΣυνθΕΚ. Οι βασικοί σκοποί που 
επιδιώκονται με τη συμφωνία-πλαίσιο είναι, αφ’ ενός, «η βελτίωση της 
ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής 
της αρχής της μη διάκρισης» και, αφ’ ετέρου, «η καθιέρωση ενός 
πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη 
χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου 
χρόνου». Σύμφωνα με τη ρήτρα 2 της ίδιας Οδηγίας, το πεδίο εφαρμογής 
της καταλαμβάνει «… όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που 
έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη 
νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος». 
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρήτρα 3 της ίδιας Οδηγίας, ως «εργαζόμενος 
ορισμένου χρόνου» νοείται κάθε πρόσωπο που έχει «σύμβαση ή σχέση 
εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη 
και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς 
όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση 
συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». 
Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου, όπως προκύπτει 
από τον συνδυασμό των ρητρών 2 και 3 αυτής, καταλαμβάνει κατ’ ουσίαν 
κάθε σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως του 
«τυπικού» χαρακτηρισμού της, π.χ. ως σύμβασης «εργασίας» ή σύμβασης 
«μίσθωσης έργου» ή «απλής σχέσης εργασίας» κ.λπ., υιοθετώντας συναφώς 
το λειτουργικό κριτήριο (βλ. εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ 2228/2007, NOMOS), 
χωρίς διάκριση μεταξύ απασχόλησης στον ιδιωτικό, τον δημόσιο και τον 
ευρύτερο δημόσιο τομέα των κρατών μελών. Μόνες δυνατότητες εξαίρεσης 
από το πεδίο εφαρμογής της είναι οι αναφερόμενες στη ρήτρα 2 σημείο 2 
της συμφωνίας-πλαισίου, υπό τους εκεί προβλεπόμενους όρους. Συνεπώς, 
προστατευόμενος από τη συμφωνία-πλαίσιο είναι κατ’ αρχήν κάθε 
«εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», όπως αυτός ορίζεται στη ρήτρα 3 σημείο 
1 αυτής, με δυνατότητα κατ’ εξαίρεσιν μη εφαρμογής της στις 
προβλεπόμενες στη ρήτρα 2 σημείο 2 περιπτώσεις. Σύμφωνα με τη ρήτρα 2 
σημείο 2 της συμφωνίας-πλαισίου, «τα κράτη μέλη ύστερα από 
διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι 
μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται: α) Στις 
σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας, 
β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο 
πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου 
προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής εκπαίδευσης». Η 
Ελλάδα εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής των Π.Δ. 81/2003 και Π.Δ. 
164/2004 τις σχετικές περιπτώσεις (άρθρο 2 παρ. 2 Π.Δ. 81/2003 και 
άρθρο 2 παρ. 2 Π.Δ. 164/2004). Ισχύει βεβαίως και εδώ το 
λειτουργικό-ουσιαστικό κριτήριο και ο κανόνας της στενής ερμηνείας των 
εξαιρέσεων και επομένως οι σχετικές εξαιρέσεις καταλαμβάνουν μόνο τις 
«γνήσιες» σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης/μαθητείας. Διαφορετικά, αν 
δηλαδή δεν πρόκειται για «γνήσιες» τέτοιες, αλλά απλώς φέρουν 
χαρακτηρισμό που δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες εργασίας, εμπίπτουν 
τόσο στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου όσο και των σχετικών 
Π.Δ., ως «σχέσεις» εργασίας ορισμένου χρόνου. Ακόμη, σύμφωνα με το 
προοίμιο της συμφωνίας-πλαισίου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής 
της οι εργαζόμενοι που έχουν τοποθετηθεί από ένα πρακτορείο παροχής 
προσωρινού προσωπικού στη διάθεση μιας επιχείρησης (ακόμα δηλαδή και 
αν οι εργαζόμενοι μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης έχουν 
συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου), ήδη υπαγόμενοι στην Οδηγία 
2008/104/ΕΚ για την εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. 
Αυτό ακριβώς εννοείται με τον ορισμό των εργαζομένων ορισμένου χρόνου 
στη συμφωνία-πλαίσιο, κατά τον οποίο προϋποτίθεται η «απευθείας» 
σύναψη των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Αυτό ισχύει 
βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για έγκυρη σύμβαση μέσω 
εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ υποχρεώνει τα 
κράτη μέλη να έχουν θέσει «σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και 
διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την 
παρούσα … το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 …» (άρθρο 2 παρ. 1), 
ενώ επίσης προβλέπει ότι «… τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι 
απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους 
προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με 
συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός 
έτους κατ’ ανώτατο όριο» (άρθρο 2 παρ. 2).
Στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου 
ορίζεται: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από 
τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου 
χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς 
εταίρους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή 
πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα 
νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά 
τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και 
κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) 
αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων 
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίαςo β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια 
διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνουo γ) τον 
αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα 
κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και 
οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες 
οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται 
“διαδοχικές”o β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου». 
Από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, τόσο όσον αφορά στο σημείο 1 
όσο και στο σημείο 2 αυτής, προκύπτει ότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί 
ως «απροϋπόθετη», δεδομένου ότι καταλείπει ευρεία διακριτική ευχέρεια 
στα κράτη μέλη για την λήψη αποτελεσματικών μέτρων προς αποτροπή της 
κατάχρησης. Συνεπώς, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ επί των 
σχετικών ζητημάτων, η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου δεν μπορεί να 
γίνει δεκτό ότι παράγει «άμεσο αποτέλεσμα». Τη θέση αυτή υιοθέτησε το 
ΔΕΚ και στην απόφαση του της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-268/06, 
Impact, Συλλ. 2008, σ. Ι-2483, όσον αφορά ειδικότερα στο σημείο 1 της 
ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου, με δεδομένο ότι «δεν επιβάλλει καμία 
απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβή υποχρέωση που θα μπορούσε να 
επικαλεσθεί ένας ιδιώτης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση που 
δεν έχουν ληφθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας μέτρα για τη 
μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη» (σκ. 73). Από τη νομολογία του 
ΔΕΚ «προκύπτει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν, βάσει 
των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ καθώς και 
της οικείας οδηγίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του 
επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος επιβάλλεται στο σύνολο 
των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων 
τους, των δικαιοδοτικών αρχών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση ΔΕΚ της 4ης 
Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, σκ. 117). Όσον αφορά 
στην ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία 
ορισμένου χρόνου έχει κρίνει το ΔΕΚ τα εξής: (Α) Στη ρήτρα 5 σημείο 1 
της συμφωνίας πλαισίου απαριθμούνται ειδικότερα οι τρόποι 
προσδιορισμού από τα κράτη μέλη των ορίων πέραν των οποίων υφίσταται 
κατάχρηση, δηλαδή τα κριτήρια – όροι διαπίστωσης της κατάχρησης. Όπως 
ήδη έχει κρίνει το ΔΕΚ, τα σχετικά κριτήρια είναι μεταξύ τους 
«ισοδύναμα», ώστε, εφόσον δεν ληφθούν εμπρόθεσμα εθνικά μέτρα για τη 
συμμόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, δεν υπάρχει 
δυνατότητα ευθείας επίκλησης από την πλευρά των εργαζομένων ορισμένου 
χρόνου της έλλειψης αντικειμενικών λόγων, ως πρωτεύοντος κριτηρίου, 
«προκειμένου να αμφισβητήσουν την ανανέωση της συμβάσεως τους 
ορισμένου χρόνου, μολονότι η ανανέωση αυτή δεν αντιβαίνει προς τους 
κανόνες περί συνολικής ανώτατης διάρκειας ή περί αριθμού ανανεώσεων 
που το οικείο κράτος μέλος θέσπισε σύμφωνα με τις δυνατότητες επιλογής 
που του παρείχε η εν λόγω ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία β’ και γ’» 
(απόφαση ΔΕΚ της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-268/06, Impact, 
Συλλ. 2008, σ. Ι-2483, σκ. 75 επ., επίσης απόφαση ΔΕΚ της 23ης 
Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, 
C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 75). Σε κάθε 
περίπτωση, πάντως, όπως συναφώς έχει κρίνει το ΔΕΚ, τα κράτη μέλη 
οφείλουν να υιοθετήσουν ένα τουλάχιστον από τα κριτήρια διαπίστωσης 
της κατάχρησης που προβλέπει η ρήτρα 5 σημείο 1, το οποίο πρέπει να 
είναι πραγματικό και δεσμευτικό (απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 
στην υπόθεση C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7213, σκ. 50, απόφαση 
ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-180/04, Vassallo, Συλλ. 
2006, σ. Ι – 7251, σκ. 35). Εφόσον όμως υιοθετείται από κράτος μέλος 
το μέτρο του «αντικειμενικού λόγου», επισημαίνει το ΔΕΚ και στην 
απόφαση της 23ης Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 
C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη 
Συλλ., σκ. 96-97 ότι «ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι» κατά τη ρήτρα 5, 
σημείο 1, στοιχείο α’, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια, όπως 
έχει δεχτεί το Δικαστήριο, ότι αφορά σαφείς και συγκεκριμένες 
περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι 
οποίες, κατά συνέπεια,
μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη χρησιμοποίηση 
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές 
μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των 
καθηκόντων, για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις 
αυτές, και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, 
ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ 
μέρους κράτους μέλους (…). Αντίθετα, μια εθνική διάταξη που θα 
περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα 
προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρήση διαδοχικών 
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις 
απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν με τις δύο προηγούμενες σκέψεις» (βλ. 
και απόφαση ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, 
Συλλ. 2006, σ. Ι – 6057, σκ. 58 επ., απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 
2007 στην υπόθεση C-307/05, Del Cerro Alonso, Συλλ. 2007, σ. 1-7109, 
σκ. 52 επ., διάταξη ΔΕΚ της 12ης Ιουνίου 2008 στην υπόθεση C-364/07, 
Βασιλάκης, Συλλ. 2008, σ. Ι-90, σκ. 88 επ.). Επομένως, «η 
χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μοναδικό 
έρεισμα μια γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, άσχετα προς το 
συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικείας δραστηριότητας, δεν καθιστά 
δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου 
να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι 
σε μια γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου 
σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο» (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 
2006 στην υπόθεση C-180/04, Vassallo, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7251, σκ. 
100). Είναι επομένως σαφές ότι δεν θεωρείται ότι αποτελεί 
αντικειμενικό λόγο και, συνακόλουθα, δεν υφίσταται κατάχρηση σε 
περίπτωση «εκ του νόμου χαρακτηρισμού» των συμβάσεων ή σχέσεων ως 
«ορισμένου χρόνου». Επίσης, η ρήτρα 5 σημείο 2 της συμφωνίας πλαισίου 
αφορά ειδικά στα ζητήματα της «διαδοχικότητας» των συμβάσεων ή σχέσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου και του χαρακτηρισμού τους ως αορίστου 
χρόνου. Κατά το ΔΕΚ (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση 
C-212/04, Αδενέλερ, Συλλ 2006, σ. Ι – 6057, σκ. 82) «ναι μεν η 
παραπομπή αυτή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένων 
κανόνων εφαρμογής των όρων ‘διαδοχικές’ και ‘αορίστου χρόνου’, κατά 
την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, εξηγείται από τη μέριμνα να 
διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, πλην 
όμως πρέπει να υπομνησθει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται 
έτσι στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία 
περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής 
αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου (…). Ειδικότερα, η εν 
λόγω εξουσία εκτιμήσεως δεν πρέπει να ασκείται από τις εθνικές αρχές 
κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε κατάσταση δυνάμενη να δώσει λαβή σε 
καταχρήσεις και να παρακωλύσει έτσι την επίτευξη του εν λόγω σκοπού». 
Ειδικώς δε σχετικά με τη θέση ενός χρονικού διαστήματος ως μέγιστου 
χρόνου μεταξύ των συμβάσεων ως κριτηρίου διαδοχικότητας, το ΔΕΚ στην 
απόφαση του της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ, Συλλ. 2006, σ. Ι – 6057, 
έκρινε ότι το διάστημα των 20 εργασίμων ημερών (Π. Δ. 81/2003) 
αποτελεί αναποτελεσματικό κριτήριο. Με την απόφαση του της 23ης 
Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, 
C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 157 (βλ. και 
διάταξη ΔΕΚ της 12ης Ιουνίου 2008 στην υπόθεση C-364/07, Βασιλάκης, 
Συλλ. 2008, σ. Ι-90, σκ. 1 12 επ.) «η επίμαχη στις υποθέσεις ενώπιον 
του αιτούντος δικαστηρίου ρύθμιση, η οποία αναγνωρίζει ως «διαδοχικές» 
μόνο τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβούν 
διαστήματα μικρότερα των τριών μηνών, δεν είναι, καθαυτή, τόσο αυστηρή 
και περιοριστική. Συγκεκριμένα, το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί κατά 
κανόνα να θεωρηθεί επαρκές για τη διακοπή κάθε υφιστάμενης σχέσης 
εργασίας, με αποτέλεσμα να μη θεωρείται διαδοχική οποιαδήποτε σύμβαση 
υπογραφεί ενδεχομένως αργότερα. Επομένως, μια ρύθμιση όπως η επίμαχη 
στις κύριες δίκες δεν αντιβαίνει καταρχήν στη ρήτρα 5, σημείο 1, της 
συμφωνίας-πλαισίου». Ωστόσο, σημειώνει ότι «οι εθνικές αρχές και τα 
εθνικά δικαστήρια … που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των 
μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου και 
καλούνται επομένως να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των 
διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε 
περίπτωση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ 
άλλων, τον αριθμό των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί 
με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου 
να αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους 
εργοδότες οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (…)» (απόφαση ΔΕΚ της 
23ης Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, 
C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 157, βλ. και 
διάταξη ΔΕΚ της 12ης Ιουνίου 2008 στην υπόθεση C-364/07, Βασιλάκης, 
Συλλ. 2008, σ. Ι-90, σκ. 116 επ.). Επομένως, κατά το ΔΕΚ το σχετικό 
κριτήριο, της τρίμηνης διακοπής μεταξύ των συμβάσεων, δεν μπορεί να 
ισχύει απαρέγκλιτα, κατά τρόπο απόλυτο. Η αντιμετώπιση του σχετικού 
ζητήματος πρέπει να γίνεται in concrete», αναλόγως των συνθηκών της 
κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως του αριθμού των συμβάσεων που 
έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας 
εργασίας, προκειμένου να αποκλείεται η καταχρηστική χρήση των σχέσεων 
εργασίας. (Β) Με βάση, περαιτέρω, την κοινοτική αρχή της 
αποτελεσματικότητας, η προστασία του εργαζομένου ορισμένου χρόνου 
έναντι της κατάχρησης πρέπει να συνίσταται σε αποτελεσματική κύρωση 
(έννομη συνέπεια) που είναι είτε ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων ή 
σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου 
χρόνου, την οποία ρητά αναφέρει η ρήτρα 5, είτε άλλη (αποτελεσματική 
πάντως) έννομη συνέπεια. Ήδη το ΔΕΚ έχει κρίνει συναφώς (απόφαση ΔΕΚ 
της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, Συλλ. 2006, σ. Ι 
-6057, σκ. 105, επίσης απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην 
υπόθεση C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7213, σκ. 49, απόφαση ΔΕΚ 
της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-1 80/04, Vassallo, Συλλ. 2006, 
σ. Ι – 7251 , σκ. 34) ότι «η συμφωνία – πλαίσιο έχει την έννοια ότι, 
εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους – μέλους δεν 
περιέχει, στο συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς 
αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική 
χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν 
λόγω συμφωνία -πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η 
οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή 
σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων 
ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην 
κάλυψη “παγίων και διαρκών αναγκών” του εργοδότη και πρέπει να 
θεωρηθούν καταχρηστικές». ʼλλη έννομη συνέπεια, πέραν του 
χαρακτηρισμού των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως 
αορίστου χρόνου, επιτρέπεται, όπως συναφώς έχει κρίνει και το ΔΕΚ, 
μόνο εφόσον είναι όχι μόνο αναλογική, αλλά και αρκούντως 
αποτελεσματική και αποτρεπτική για να εξασφαλίσει την πλήρη 
αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογή της 
συμφωνίας πλαισίου. Δηλαδή, κατά το ΔΕΚ (απόφαση ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 
2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, 
Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 160, βλ. και απόφαση 
ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-2 12/04, Αδενέλερ, Συλλ. 2006, 
σ. Ι – 6057, σκ. 94, απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σετπεμβρίου 2006 στην υπόθεση 
C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι -7213, σκ. 51 επ., απόφαση ΔΕΚ της 
7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-1 80/04, Vassallo, Συλλ. 2006, σ. 
Ι – 7251, σκ. 36 επ.), «όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση 
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει 
δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και 
ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να 
τιμωρείται δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες 
της παράβασης του κοινοτικού δικαίου. Όπως δηλαδή προβλέπει ρητά το 
ίδιο το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη 
οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά 
πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που 
επιβάλλει η … οδηγία»». Συνεπώς, η όποια έννομη συνέπεια επιλεγεί 
από το εκάστοτε κράτος μέλος, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί 
αποτελεσματική, πρέπει να είναι τέτοια που να οδηγεί σε εξάλειψη των 
συνεπειών της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. Επισημαίνει πάντως 
το ΔΕΚ στην απόφαση της 23ης Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες 
υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη 
αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 169 ότι αποτελεί αποτελεσματική κύρωση σε βάρος 
του εργοδότη ότι η «σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου αντικαθίσταται από 
σχέση αορίστου χρόνου και ότι, επομένως, το καθεστώς αβεβαιότητας 
αντικαθίσταται από σταθερότερες εργασιακές σχέσεις». Επιπλέον, καίτοι 
η ρήτρα 5 παρέχει την ευχέρεια λήψης και άλλων, αποτελεσματικών 
βεβαίως, μέτρων, η θεώρηση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου 
χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί μεταβατικά 
(μέχρι τη λήψη άλλων αποτελεσματικών μέτρων) το μόνο αποτελεσματικό 
μέτρο για την αντιμετώπιση της κατάχρησης που προέκυψε από τη χρήση 
διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και μετά την 
πάροδο της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας (απόφαση ΔΕΚ της 4ης 
Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, σκ. 105, απόφαση ΔΕΚ της 
7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι 
-7213, ΕΕργΔ 2006, σ. 1167 εττ., σκ. 49, απόφαση ΔΕΚ της 7ης 
Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-180/04, Vassallo, Συλλ. 2006, σ. Ι – 
7251, σκ. 34, βλ. ακόμη ενδεικτικά Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο Π.Δ., 
ΕΕργΔ 2004, σ. 702 επ., Οι απαντήσεις του υπουργείου Εσωτερικών επί 
των 15 ερωτημάτων που τέθηκαν από το Σ.τ.Ε. για τη μονιμοποίηση των 
συμβασιούχων, ΕΕργΔ 2004, σ. 1063 επ., Πρακτικό-Γνωμοδότηση Ολομέλειας 
ΣτΕ 162/2004, ΕΕργΔ 2004, σ. 887 επ.). Για όλα τα σχετικά ζητήματα βλ. 
βασικά Φ. Δερμιτζάκη, ΔΕΕ 2009, σ. 286 επ., την ίδια, ΕΕργΔ 2009, σ. 
601 επ.

Όπως ρητά αναφέρεται στη ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας πλαισίου, τα 
κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση τους να θεσπίσουν νέα μέτρα 
για τη συμμόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου και, βεβαίως, 
από την υποχρέωση εμπρόθεσμης λήψης τέτοιων μέτρων, εφόσον στην έννομη 
τάξη τους προϋπάρχει «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο». Όπως έχει κρίνει το 
ΔΕΚ, «με την έκφραση «ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα» η ρήτρα 5, σημείο 1, 
της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στο να καλύπτει κάθε μέτρο του 
εθνικού δικαίου που έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς και τα μέτρα που 
θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική πρόληψη της 
καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας 
ορισμένου χρόνου» (απόφαση ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 2009 στις 
συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη 
κ.λπ., ακόμη αδημοσ, στη Συλλ., σκ. 76). Όπως επίσης έχει κρίνει το 
ΔΕΚ, «Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν απαγορεύει στα 
κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεων 
της, την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης 
διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου τα οποία 
απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α’ έως γ’, της ρήτρας αυτής, όταν 
στο εσωτερικό δίκαιο υπάρχει ήδη -πράγμα που καλείται να εξακριβώσει 
το αιτούν δικαστήριο- «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια της 
εν λόγω ρήτρας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η σχετική ρύθμιση αφενός 
δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της πρόληψης της καταχρηστικής 
χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου 
χρόνου την οποία διασφαλίζει το εν λόγω ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο και 
αφετέρου είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με τη 
ρήτρα 8, σημείο 3, της εν λόγω συμφωνίας, δηλαδή δεν οδηγεί σε 
υποβάθμιση του προϋφιστάμενου γενικού επιπέδου προστασίας.

Επιπλέον, το ΔΕΚ, αν και έχει επισημάνει ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας 
πλαισίου δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, εν τούτοις έχει επίσης επισημάνει 
ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδιοριστούν βάσει αυτής 
περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται παραβίαση της (βλ. και απόφαση ΔΕΚ 
της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-268/06, Impact, Συλλ. 2008, σ. 
Ι-2483). Όπως δε κρίθηκε και με την απόφαση ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 2006 
στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, σκ. 108 εττ., «ιδίως για την 
περίπτωση που δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα μιας διατάξεως οδηγίας, 
είτε επειδή η σχετική διάταξη δεν είναι επαρκώς σαφής, ακριβής και μη 
εξαρτώμενη από προϋποθέσεις για να παραγάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα 
είτε επειδή αντίδικοι στη διαφορά είναι αποκλειστικά ιδιώτες», «τα 
εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν την αρχή της σύμφωνης 
ερμηνείας» (σκ. 113). Ειδικότερα, «κατά την εφαρμογή του εσωτερικού 
δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο 
του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της επίμαχης 
οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει 
και, κατά συνέπεια, να συμμορφωθούν προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, 
ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C 397/01 έως C 
403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι-8835, σκέψη 113 και την 
εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η υποχρέωση περί σύμφωνης ερμηνείας 
αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο των 
προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων της οδηγίας για την οποία 
πρόκειται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-1 
06/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι 4135, σκέψη 8, και Pfeiffer 
κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 115). Η επιταγή περί σύμφωνης προς το 
κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο 
σύστημα της Συνθήκης, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να 
εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη 
αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου όταν αποφαίνονται επί των 
διαφορών που έχουν υποβληθεί ενώπιον τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση 
Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 114). Βεβαίως, η υποχρέωση του 
εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν 
ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου 
έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της 
ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να 
αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου 
(βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C 105/03, Pupino, 
Συλλογή 2005, σ. Ι 5285, σκέψεις 44 και 47). Η αρχή της σύμφωνης 
ερμηνείας επιβάλλει ωστόσο στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι 
εμπίπτει στην αρμοδιότητα τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του 
εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που 
αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την 
πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε 
λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ. απόφαση 
Pfeiffer κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 1 1 5, 1 1 6, 1 1 8 και 1 1 
9)». (σκ. 1 08-1 11). «Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στο 
εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, η γενική υποχρέωση που υπέχουν τα 
εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο 
προς την οδηγία υφίσταται μόνον από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς 
στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής» (σκ. 115).

Ακόμη, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, σε περίπτωση παραβίασης 
των επιταγών του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως όταν οι διατάξεις 
ορισμένης Οδηγίας δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα και δεν εφαρμόζονται 
μέτρα για την εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης του κοινοτικού 
δικαίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να αποκαθιστούν τις ζημίες που 
προκαλούνται στους ιδιώτες, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. 
Πρώτον, η οδηγία πρέπει να έχει ως σκοπό τη χορήγηση δικαιωμάτων στους 
ιδιώτες. Δεύτερον, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να 
μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της οδηγίας. Τέλος, πρέπει 
να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως 
του κράτους μέλους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. 
και απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, σκ. 112). Από τα 
προεκτεθέντα προκύπτει ότι εφόσον ιδίως διατάξεις ορισμένης Οδηγίας 
δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα επιβάλλεται η σύμφωνη με το κοινοτικό 
δίκαιο ερμηνεία των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, επικουρικώς δε η 
καταβολή αποζημίωσης για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Σε 
περίπτωση επομένως μη μεταφοράς ή καθυστερημένης (χωρίς την πρόβλεψη 
πλήρους αναδρομικότητας των λαμβανόμενων μέτρων) ή πλημμελούς 
μεταφοράς της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία 
ορισμένου χρόνου στην έννομη τάξη κράτους μέλους σε όλες τις αρχές του 
κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών, επιβάλλεται 
η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων της. 
Δοθέντος δε ότι οι διατάξεις της ρήτρας αυτής δεν παράγουν άμεσο 
αποτέλεσμα, οι αρχές του κράτους μέλους οφείλουν, προς την κατεύθυνση 
της εξάλειψης των συνεπειών της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, 
είτε να εφαρμόσουν τυχόν προϋπάρχον ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο είτε, 
σε κάθε περίπτωση, να προβούν σε σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο 
ερμηνεία των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας (είτε είναι 
προγενέστερες^ είτε είναι μεταγενέστερες της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, είτε 
στοχεύουν στη μεταφορά της είτε όχι), επικουρικώς δε να αποκαταστήσουν 
τη ζημία που οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου υπέστησαν από την 
παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, «Αι διατάξεις του νόμου 
τούτου [για την εργασία αορίστου χρόνου] εφαρμόζονται ωσαύτως και επί 
συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός 
της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, 
αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής 
καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». 
Το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2112/1920 καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις 
ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο στον 
ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Σκοπός της διάταξης του άρθρου 8 
παρ. 3 Ν. 2112/1920, που είναι προϋφιστάμενη της θέσης σε ισχύ της 
Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, είναι η προστασία έναντι της κατάχρησης που 
προκύπτει από την αδικαιολόγητη (άνευ αντικειμενικού λόγου) χρήση 
συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Αν και με βάση το γράμμα της η διάταξη 
αυτή αναφέρεται στην προστασία κατά την απόλυση, στην πράξη 
αξιοποιήθηκε ευρύτερα, κατά πάγια νομολογία, ως μηχανισμός ορθού 
νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων εργασίας που έχουν συναφθεί 
αδικαιολόγητα ως ορισμένου χρόνου, δηλαδή ως μηχανισμός προστασίας των 
εργαζομένων έναντι της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση 
-διαδοχικών ή μη – συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Δηλαδή, στο 
πλαίσιο της εφαρμογής της διάταξης αυτής, κατάχρηση προκύπτει από τη 
σύναψη και μίας μόνο σύμβασης ορισμένου χρόνου χωρίς αντικειμενικό 
λόγο (δηλαδή για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών). Πολύ 
περισσότερο, βέβαια, απαγορεύεται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων 
ορισμένου χρόνου χωρίς αντικειμενικό λόγο (argumentum a minore ad 
majus). Έννομη δε συνέπεια της κατάχρησης αποτελεί ο – εξ αρχής – 
χαρακτηρισμός της σύμβασης ως αορίστου χρόνου. Επομένως, ως μέτρο 
πρόληψης υιοθετείται το κριτήριο του «αντικειμενικού λόγου» – κριτήριο 
που προβλέπεται στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου – και ως «κύρωση», 
μέτρο «εξάλειψης» της παραβίασης η θεώρηση της σύμβασης ως αορίστου 
χρόνου – κύρωση που επίσης προβλέπεται ρητά στη ρήτρα 5 της συμφωνίας 
πλαισίου. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 18/2006 απόφαση της πλήρους 
Ολομελείας του Αρείου Πάγου, «στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα 
από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 
81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά 
την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και 
την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των 
εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της 
προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, 
αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ, 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό 
με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως Ισοδύναμο 
νομοθετικό μέτρο’, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων 
ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή 
δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή Όι διατάξεις του νόμου αυτού 
εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική 
διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ 
της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των 
περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του 
παρόντος νόμου’. Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία 
ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των 
εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που 
επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για 
τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή 
αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι 
εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί 
και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών 
συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία». Έκρινε, επομένως, ο ʼρειος 
Πάγος ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 συνιστά 
νομοθετικό μέτρο με πεδίο εφαρμογής τις ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις 
εργασίας στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, με βάση το οποίο 
οπωσδήποτε μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από τη ρήτρα 5 της 
συμφωνίας πλαισίου στόχος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αποφάσεις 19/2007 
και 20/2007 της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (καίτοι 
διαφοροποιήθηκε η νομολογία επί της ερμηνείας του άρθρου 103 παρ. 8 
Συντ. – συναφώς κατωτέρω), επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά η ανωτέρω – 
ήδη προ πολλού παγιωθείσα στη νομολογία – θέση σχετικά με το άρθρο 8 
παρ. 3 Ν. 21 12/1920. Ειδικότερα, και με τις δύο αυτές νεότερες 
αποφάσεις έγινε δεκτό ότι «ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της 
σύμβασης, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει 
στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που 
προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο 
της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι 
περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου, 
κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 21 12/1920, όπως 
αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 
1 1 α.ν. 547/1 937), “είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις 
τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον… 
Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων 
εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της 
διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ 
ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας 
της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Από τις 
διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από 
τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των 
εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, 
προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας 
ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν 
δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δε1*/ 
υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες 
συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την 
καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των 
αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 , 2, 3 του ν. 21 1 2/1 920 ή 1 , 3, 
5 του β.δ. 16/18-7- 1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό 
ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε 
καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι 
δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της 
νόμιμης αποζημιώσεως». Επιπρόσθετα, όλες οι προϋφιστάμενες της Οδηγίας 
1999/70/ΕΚ διατάξεις που αφορούσαν και αφορούν στη σύναψη συμβάσεων ή 
σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (δηλαδή όχι μόνο το άρθρο 8 παρ. 3 
Ν. 2112/1 920 που αφορά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα 
αλλά και τα άρθρα 103 παρ. 2 Συντ., 57, 64, 78, 81 και 82 Π.Δ. 
410/1988, 20 και 21 Ν. 2190/1994, 81 Ν. 1958/1991 και 6 Ν. 2527/1 997 
που αφορούν ειδικά στο δημόσιο τομέα) είχαν υιοθετήσει ως κριτήριο 
ελέγχου της κατάχρησης το κριτήριο της ύπαρξης αντικειμενικού λόγου 
και, μάλιστα, όχι για τη σύναψη διαδοχικών αλλά και μίας μόνο σύμβασης 
ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, όλες ανεξαιρέτως οι 
σχετικές διατάξεις απαγορεύουν τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας 
ορισμένου χρόνου (ανεξαρτήτως διάρκειας) για την κάλυψη παγίων και 
διαρκών αναγκών του εργοδότη (είτε ανήκει στον ιδιωτικό είτε στο 
δημόσιο τομέα), επιτρέποντας την μόνο για την κάλυψη πρόσκαιρων εν 
γένει, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών. Συνεπώς, το προϋφιοτάμενο της 
Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ελληνικό δίκαιο προβλέπει αυτόν τον μηχανισμό για 
την αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από την άνευ αντικειμενικού 
λόγου χρήση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ο μηχανισμός αυτός, 
κατά τα εκτεθέντα, έχει ως μόνο κριτήριο διαπίστωσης της κατάχρησης 
και προϋπόθεση για την παροχή προστασίας την απουσία «αντικειμενικού 
λόγου» που να δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια της μίας ή των 
διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Επίσης, ως 
συνέπεια έχει τη θεώρηση των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου. Η έννομη 
αυτή συνέπεια δεν απέρρεε μόνο από το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 αλλά 
προβλέφθηκε και από όλες τις αποσπασματικές ρυθμίσεις που κατά καιρούς 
τέθηκαν σε ισχύ με στόχο την άρση καταχρήσεων (π.χ. άρθρα 1,2 και 6 Ν. 
1476/1984, άρθρο 25 παρ. 11 Ν. 1735/1987, άρθρο 3 Π.Δ. 410/1988, άρθρο 
12 παρ. 7 Ν. 2130/1993, άρθρο 27 Ν. 2190/1994, άρθρο 10 Ν. 2266/1994, 
άρθρο 19 παρ. 4 εδ. β’ Ν. 2344/1995, άρθρο 32 Ν. 2508/1997, άρθρο 17 
Ν. 2839/2000, άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 3051/2002, επίσης άρθρο 6 παρ. 4 Ν. 
3255/2004 αλλά και άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004). Σε σχέση με το ζήτημα αν 
το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό ενδεχομένως και με άλλες 
ειδικότερες διατάξεις) μπορεί να θεωρηθεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» 
προς τη συμφωνία πλαίσιο, το ΔΕΚ στην απόφαση του της 23ης Απριλίου 
2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, 
Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 77, απαντά καταφατικά.

  Ειδικότερα, «εφόσον … το άρθρο αυτό μπορεί, σε συνδυασμό 
ενδεχομένως με άλλες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, να συμβάλλει 
επίσης στην αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης 
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να θεωρηθεί 
ισοδύναμο με τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, 
στοιχεία α’ έως γ’, της συμφωνίας-πλαισίου». Εξάλλου, με την εφαρμογή 
της διάταξης αυτής οπωσδήποτε επιτυγχάνεται η επιβαλλόμενη κατά τη 
ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου «εξάλειψη» των συνεπειών της παραβίασης 
του κοινοτικού δικαίου. Την αποτελεσματικότητα της κύρωσης αυτής 
επιβεβαιώνει και το ΔΕΚ (απόφαση ΔΕΚ 23ης Απριλίου 2009 στις 
συνεκδικασθεισες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη 
κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 169). Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί 
ότι η θεώρηση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως 
συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί τη μόνη κύρωση που ρητά 
αναφέρεται στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου. Κατά συνέπεια, το άρθρο 
8 παρ. 3 Μ. 2112/1920 (σε συνδυασμό και με τις διατάξεις που 
προαναφέρθηκαν για το δημόσιο τομέα) αποτελεί ισοδύναμο νομοθετικό 
μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την 
εργασία ορισμένου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που θέτει 
συναφώς το ΔΕΚ, υπό την έννοια ότι «έχει ως αντικείμενο, όπως ακριβώς 
και τα μέτρα που θεσπίζονται με την εν λόγω ρήτρα, την αποτελεσματική 
πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή 
σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (απόφαση ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 2009 
στις συνεκδικασθεισες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, 
Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 76).

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ 8 του Συντάγματος, που τέθηκε σε 
ισχύ με τη συνταγματική Αναθεώρηση έτους 2001 και, συγκεκριμένα, την 
17.04.2001 (δηλαδή μετά τη θέ σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ), «νόμος 
ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας 
ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως 
αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και 
πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε 
πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο 
εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί 
να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το 
νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η 
μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου, Οι απαγορεύσεις της 
παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση 
έργου». Σύμφωνα δε με το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος, «Κανένας 
δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι 
νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για 
να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που 
προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού 
δικαίου». Με την υπ’ αριθμ. 18/2006 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του 
Αρείου Πάγου, εκρίθη ότι: «και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του 
άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 
17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού 
δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., 
τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός 
νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και 
επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών 
σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως 
παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών 
εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι’ αυτές 
προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με 
βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση 
πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και 
επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων και διαρκών 
αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και 
οι κατ1 επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που 
καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. 
Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων 
ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την 
αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι 
«μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη 
δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του 
ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων 
ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης 
χρονικής διάρκειας αναγκών (π,χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 
2527/1997) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική 
οδηγία 1999/70/Ε.Κ,». Αντιθέτως, σύμφωνα με τις υπ’ αριθμ. 19/2007 και 
20/2007 αποφάσεις της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εκρίθη ότι: 
«διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το 
κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του 
Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους 
ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν 
μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές 
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες 
ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ* 
ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική 
διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές 
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο 
συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη 
σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Δηλαδή ένας τέτοιος 
χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι 
δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορούν να αναγνωρίζονται, 
κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου 
και μετά την πιο πάνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια 
τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη 
φαινομένου. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, σε κάθε 
περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων 
του άρθρου 103 του Συντάγματος … δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της 
προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920». Με την 
απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, σκ. 105, κρίθηκε 
συναφώς ότι: «Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας 
δίκης, η συμφωνία – πλαίσιο έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική 
έννομη τάξη του οικείου κράτους – μέλους δεν περιέχει, στο 
συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, 
ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση 
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία – 
πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει 
απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση 
εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου 
χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη 
“παγίων και διαρκών αναγκών” του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν 
καταχρηστικές» (επίσης απόφαση ΔΕΚ της Της Σεπτεμβρίου 2006 στην 
υπόθεση C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι -7213, ΕΕργΔ 2006, σ. 1167 
επ., σκ. 49, απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση 
C-180/04, Vassallo, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7251, σκ. 34). Κατά την απόφαση 
του ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 
C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη 
Συλλ., θεωρείται ιδιαίτερα πιθανό η απαγόρευση μετατροπής των 
συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου να έλαβε χώρα με αφορμή την 
εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου 
(Οδηγία 1999/70/ΕΚ). Αυτό, γιατί «η τροποποίηση του άρθρου 103, 
παράγραφος 8, του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας με σκοπό την 
επιβολή απόλυτης απαγόρευσης της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας 
ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα 
πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν 
από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική νομοθεσία» 
(βλ. σκ. 138). Τονίζει επιπλέον το ΔΕΚ στην ίδια απόφαση (σκ. 204-207) 
ότι «όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι το άρθρο 103, παράγραφος 
8, του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας τροποποιήθηκε μετά την 
έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της 
προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, με σκοπό να 
απαγορευθεί απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αρκεί η 
υπενθύμιση ότι μια οδηγία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του 
κράτους μέλους αποδέκτη -και, συνεπώς, έναντι όλων των εθνικών αρχών- 
είτε κατόπιν της δημοσίευσης της είτε, ανάλογα με την περίπτωση, από 
την ημερομηνία της κοινοποίησης της (…). Εν προκειμένω η οδηγία 
1999/70 προβλέπει ρητά, στο άρθρο 3, ότι αρχίζει να ισχύει την ημέρα 
της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 
δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από τη 
συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο 
εδάφιο, ΕΚ και της σχετικής οδηγίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια 
της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της 
οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε 
σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία 
αυτή (…). Δεν έχει σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη 
του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της 
σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό 
δίκαιο (,..)o Κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την 
υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων 
του κοινοτικού δικαίου (…), ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν 
σε αναθεώρηση του Συντάγματος» (βλ. και απόφαση ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 
2006 στην υπόθεση C-2 12/04, Αδενέλερ, Συλλ. 2006, σ. Ι – 6057, σκ. 
119 επ., απόφαση ΔΕΚ της 22ας Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-1 44/04, 
Mangold, Συλλ. 2005, σ. Ι – 9981, σκ. 67 επ., διάταξη ΔΕΚ της 12ης 
Ιουνίου 2008 στην υπόθεση C-364/07, Βασιλάκης, Συλλ. 2008, σ. Ι-90, 
σκ. 66 επ.). Επομένως, το ΔΕΚ επισημαίνει ότι η Ελληνική Πολιτεία, ενώ 
γνώριζε την υποχρέωση της για συμμόρφωση προς τις επιταγές της Οδηγίας 
1999/70/ΕΚ, προέβη σε αναθεώρηση του άρθρου 103 Σ, κατά τρόπο που 
οπωσδήποτε – με την υιοθέτηση μιας απόλυτης ερμηνείας – θα έθετε σε 
σοβαρό κίνδυνο την πλήρη αποτελεσματικότητα της. Κατά συνέπεια, 
σύμφωνα με όσα έκρινε το ΔΕΚ^επιβάλλεται η υιοθέτηση της ερμηνείας 
εκείνης του άρθρου 103 παρ. 8 Συντ. κατά την οποία η διάταξη αυτή δεν 
οδηγεί σε απόλυτη απαγόρευση «μετατροπής» των συμβάσεων από ορισμένου 
σε αορίστου χρόνου, τουλάχιστον μέχρι τη λήψη άλλων αποτελεσματικών 
μέτρων σε συμμόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την 
εργασία ορισμένου χρόνου. Εξάλλου, συναφώς, και με το υπ’ αριθμ. 
162/2004 Πρακτικό – Γνωμοδότηση Ολομέλειας του Συμβουλίου της 
Επικρατείας (ΕΕργΔ 2004, σ. 887 επ.) κρίθηκαν επ’ αυτού τα εξής: 
«Μεταξύ δε των μέτρων, που κατ’ αρχήν επιτρέπονται από την κυρωθείσα 
με την οδηγία συμφωνία πλαίσιο για την αποφυγή της καταχρηστικής 
χρησιμοποιήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, 
είναι προφανώς και η αναγνώριση ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούν 
σύμβαση αορίστου χρόνου. Και ναι μεν δεν αποκλείονται από την συμφωνία 
πλαίσιο και άλλες λύσεις, αν αυτές δικαιολογούνται από τις ανάγκες 
συγκεκριμένου ειδικού τομέα, όπως η θεσπιζόμενη με την πάγια διάταξη 
του άρθρου 5 του σχεδίου ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων (βλ. ανωτέρω 
παρατήρηση 21) καθώς και η αποζημίωση του εργαζομένου για τη ζημία που 
υπέστη, όμως, μετά την κατά τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας λήξη της 
προθεσμίας μεταφοράς της, συνάδει με το πνεύμα της συμφωνίας πλαισίου 
η αναγνώριση ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούν για το μέλλον συμβάσεις 
αορίστου χρόνου, εφόσον τούτο αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία 
των εργαζομένων, οι οποίοι, εν αγνοία των δυναμένων να αντληθούν 
ακριβώς από την οδηγία δικαιωμάτων τους, συνέχισαν και μετά τη λήξη 
της προθεσμίας αυτής να συνάπτουν διαδοχικώς συμβάσεις εργασίας 
ορισμένου χρόνου. Από τις συζητήσεις δε στην Ζ Αναθεωρητική Βουλή κατά 
την μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας αναθεώρηση του Συντάγματος 
δεν προκύπτει ότι βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν, σε 
περίπτωση προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξεως προς την οδηγία 
μετά την λήξη της προβλεπομένης από αυτήν προθεσμίας, να απαγορεύσει 
στον κοινό νομοθέτη, ή την κατ’ εξουσιοδότηση τούτου κανονιστικώς 
δρώσα Διοίκηση να μετατρέψει συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου 
χρόνου ή συμβάσεις έργου των απασχολουμένων στο Δημόσιο και τον 
ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, εφόσον οι 
συμβάσεις αυτές, έστω και αν συνήφθησαν το πρώτον μετά τη λήξη της εν 
λόγω προθεσμίας, ανανεώθηκαν εν πάση περιπτώσει στη συνέχεια 
αλλεπαλλήλως με σκοπό να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. 
ʼλλωστε το γεγονός ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν είχε ως σκοπό να 
ματαιώσει προσδοκίες που είχαν ήδη δημιουργηθεί σε εργαζομένους για 
δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που τους συνέδεαν 
με φορείς του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου 
συνάγεται και από την προστεθείσα, επίσης κατά την αναθεώρηση του 
Συντάγματος του έτους 2001, διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 118 
του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι “νομοθετικές ρυθμίσεις που 
αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που 
υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι 
την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών”. Και ναι μεν η συνταγματική 
αυτή διάταξη, η οποία αναφέρεται σε διατάξεις νόμων που ίσχυαν κατά 
την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων (όπως π.χ. του άρθρου 17 
του ν. 2839/2000, ΦΕΚ Α’ 196), δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ευθέως στην 
υπό κρίση περίπτωση, αφού η επίμαχη Οδηγία δεν θεσπίζει διατάξεις 
άμεσης εφαρμογής, δεν είχε δε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη 
κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, πλην εκδηλώνει τη 
σαφή βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να σεβασθεί τις 
δημιουργηθείσες προσδοκίες» (βλ. ενδεικτικά και ΣτΕ 441/2007, ΣτΕ 
28/2008, ΣτΕ 29/2008, ΣτΕ 2639/2008, πρβλ. και ΟλΑΠ 19/2007, Ολ.ΑΠ 
20/2007, ΑΠ 743/2009). Κατά συνέπεια δεν αμφισβητείται ότι μέχρι τη 
λήψη άλλων αποτελεσματικών μέτρων (πλην της θεώρησης των συμβάσεων ως 
αορίστου χρόνου) δεν είναι συνταγματικώς απαγορευμένος ο χαρακτηρισμός 
των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων 
εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, η κατάχρηση που προκύπτει από την 
άνευ αντικειμενικού λόγου χρήση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου 
χρόνου τουλάχιστον για το διάστημα από την 10.07,2002 (απώτατη 
ημερομηνία λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ) και 
μέχρι τη λήψη άλλων αποτελεσματικών μέτρων αίρεται δια της εφαρμογής 
του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920.

Με σκοπό τη μεταφορά της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη 
θεσπίσθηκε το Π.Δ. 81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με 
συμβάσεις ορισμένου χρόνου», το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 02.04.2003, 
δηλαδή εκπρόθεσμα σε σχέση με την τασσόμενη από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ 
προθεσμία. Με την απόφαση του ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση 
C-212/04, Αδενέλερ, κρίθηκε ότι σε κάθε περίπτωση το εν λόγω Π.Δ. 
81/2003 δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συμφωνίας πλαισίου για 
την εργασία ορισμένου χρόνου. Το Π.Δ. 81/2003 τροποποιήθηκε.όσον αφορά 
την εργασία ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα^με το Π.Δ. 164/2004 
«Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο 
δημόσιο τομέα», το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 19.07.2004, δηλαδή ομοίως 
εκπρόθεσμα σε σχέση με την τασσόμενη από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ 
προθεσμία. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω Π. Δ., «οι 
διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του 
δημόσιου τομέα … καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και 
κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση 
εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση 
ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας».

Το άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές 
διατάξεις: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 
του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη 
ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, 
συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν 
αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Συνολική χρονική διάρκεια 
διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την 
έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων 
συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης 
κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με 
συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε 
συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική 
σύμβαση, (β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α’ να έχει 
πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα 
και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην 
αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την 
Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α), στο 
πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο 
οικείος Ο.Τ.Α στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις 
υπηρεσίες του. (γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε 
δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και 
διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από 
το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) Ο κατά τις 
προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει 
παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα 
ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι 
διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με 
τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου 
μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική 
σύμβαση.2.

  Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο 
προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 
δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον 
οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η 
συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει 
αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της 
προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το 
όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό 
Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το 
όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις 
δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε 
περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α, ύστερα 
από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της 
επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν 
στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση 
εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου 
οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη 
ισχύος του παρόντος διατάγματος.3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του 
αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο 
Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται 
εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.4. 
Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο 
τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος 
διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, 
αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες 
που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις 
αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα 
διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των 
καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από 
ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος 
υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων 
Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας 
Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως.5. Στις διατάξεις της παρ. 1 
του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες 
έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν 
την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές 
διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση 
του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το 
χρόνο λήξης της σύμβασης.6. Κατ’ εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής 
πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες 
κατ’ εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα 
με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών 
που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο 
συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος 
άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως 
ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον 
πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω». Επομένως, με τις 
μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 προβλέφθηκε η 
μετατροπή των καταχρηστικά συναφθεισών διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, 
δοθέντος ότι, όπως προεκτέθηκε, η μετατροπή σε συμβάσεις εργασίας 
αορίστου χρόνου θεωρήθηκε μεταβατικά (μέχρι τη λήψη άλλων 
αποτελεσματικών μέτρων που θα ίσχυαν εφεξής) ως το μόνο αποτελεσματικό 
μέτρο για την αντιμετώπιση της κατάχρησης (βλ. ενδεικτικά Εισηγητική 
Έκθεση το σχέδιο Π.Δ., ΕΕργΔ 2004, σ. 702 επ., Οι απαντήσεις του 
υπουργείου Εσωτερικών επί των 15 ερωτημάτων που τέθηκαν από το Σ.τ.Ε. 
για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων, ΕΕργΔ 2004, σ. 1063 επ., 
Πρακτικό-Γνωμοδότηση Ολομέλειας ΣτΕ 162/2004, ΕΕργΔ 2004, σ. 887 επ.). 
Επιπλέον η μετατροπή των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου 
σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου κρίθηκε, όπως ήδη εκτέθηκε, ότι 
δεν αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 Συντ. για το διάστημα μέχρι την 
πρόβλεψη άλλων αποτεεσματικών μέτρων (βλ. ενδεικτικά 
Πρακτικό-Γνωμοδότηση Ολομέλειας ΣτΕ 162/2004, ΕΕργΔ 2004, σ. 887 επ., 
έτσι και απόφαση ΔΕΚ της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-2 12/04, 
Αδενέερ, σκ. 105, απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση 
C-53/04, Marosu, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7213, ΕΕργΔ 2006, σ. 1167 επ., σκ. 
49, απόφαση ΔΕΚ της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-1 80/04, 
Vassallo, Συλλ. 2006, σ. Ι – 7251, σκ. 34). Όμως, οι μεταβατικές 
διατάξεις (άρθρο 11) του ως άνω Π. Δ., με βάση το χρονικό πεδίο 
εφαρμογής τους, δεν καταλαμβάνουν όλες τις περιπτώσεις εργαζομένων 
ορισμένου χρόνου που προέκυψε κατάχρηση από τη χρήση διαδοχικών 
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και μετά την πάροδο της 
προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.  Ειδικότερα, από το άρθρο 
11 Π. Δ. 164/2004 καταλαμβάνονται μόνο οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας 
ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές από 19.04.2004 ως 19.07,2004 και όχι 
από 10.07.2002, όπως κατ’ ελάχιστον επιβάλλει η Οδηγία 1999/70/ΕΚ, στο 
άρθρο 2 αυτής. Προκύπτει επομένως ότι, παρόλο που τα μέτρα που 
ελήφθησαν με το Π. Δ. 164/2004 τέθηκαν σε ισχύ με μεγάλη καθυστέρηση 
σε σχέση με την προθεσμία που έτασο:ε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και παρόλο 
που με τις μεταβατικές διατάξεις του ιδίου Π.    Δ. επιδιώχθηκε η 
αντιμετώπιση του προβλήματος που προέκυψε από την καθυστέρηση αυτή, 
δεν προσδόθηκε σε αυτές πλήρης (διετής περίπου) αλλά μόνο μερική 
(τρίμηνη) αναδρομικότητα, πράγμα το οποίο διαπιστώθηκε και από το ΔΕΚ 
(βλ. ενδεικτικά διάταξη του ΔΕΚ της 24ης Απριλίου 2009 στην υπόθεση C 
519/08, Κούκου, ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 79, όπου επισημαίνεται η 
ανεπαρκής αναδρομικότητα των διατάξεων του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 σε 
σχέση με τις απαιτήσεις της Οδηγίας). Επομένως, το Π.Δ. 164/2004 
οπωσδήποτε δεν ανταποκρίνεται στο σημείο αυτό στις απαιτήσεις της 
Οδηγίας, ούτε και είναι δυνατή η ερμηνεία του προς την κατεύθυνση της 
πλήρους αναδρομικότητας, η οποία ερμηνεία θα ήταν ευθέως contra legem. 
Επομένως, με δεδομένο ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου δεν παράγει 
άμεσο αποτέλεσμα κατά τα προεκτεθέντα, η σχετική παραβίαση θα μπορούσε 
να αρθεί είτε μέσω προϋπάρχοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου είτε 
μέσω της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας των διατάξεων της 
εσωτερικής νομοθεσίας είτε, επικουρικώς, δια της καταβολής αποζημίωσης 
στους θιγόμενους εργαζομένους. Ειδικότερα, επ’ αυτού επισημαίνει το 
ΔΕΚ: «Όσον αφορά τον ισχυρισμό των εναγόντων των κύριων δικών ότι, 
λόγω των προϋποθέσεων που προβλέπει σωρευτικά το άρθρο 11 του 
προεδρικού διατάγματος 164/2004, δεν επιβάλλεται καμία κύρωση για 
ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή 
ανανεώθηκαν καταχρηστικά στον δημόσιο τομέα πριν από την έναρξη της 
ισχύος του εν λόγω διατάγματος, υπενθυμίζεται ότι στις περιπτώσεις 
αυτές πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής ενός μέτρου που να 
παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των 
εργαζομένων, προκειμένου να επιβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις για 
την κατάχρηση και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του 
κοινοτικού δικαίου.

Κατά συνέπεια, εφόσον στην εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου 
κράτους μέλους δεν υπήρχαν κατά την εν λόγω περίοδο άλλα 
αποτελεσματικά προς τούτο μέτρα, λόγω π.χ. του ότι οι κυρώσεις του 
άρθρου 7 του εν λόγω διατάγματος δεν είχαν εφαρμογή ratione temporis, 
η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις 
αορίστου χρόνου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 
2112/1920 θα μπορούσε, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα στην υπόθεση 
C-379/07, να αποτελεί τέτοιο μέτρο» (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 
2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, 
Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 170, πρβλ. απόφαση ΔΕΚ 
της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ, Συλλ. 2006, σ. Ι 
– 6057, σκ. 102 επ.). «Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια 
πάντως που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της 
οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου και καλούνται επομένως να 
αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου 
χρόνου οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη όλες 
τις περιστάσεις της υπόθεσης, αν τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 11 
του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αποτελούν τις προσήκουσες κυρώσεις 
στις περιπτώσεις καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας 
ορισμένου χρόνου πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω 
διατάγματος και εξαλείφουν έτσι τις συνέπειες της παραβίασης του 
κοινοτικού δικαίου» (απόφαση ΔΕΚ της 23ης Απριλίου 2009 στις 
συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, Αγγελιδάκη 
κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 171). Επιπλέον, στη διάταξη του 
ΔΕΚ της 24ης Απριλίου 2009 στην υπόθεση C 519/08, Κούκου, ακόμη 
αδημοσ. στη Συλλ., σκ. 79, τονίζεται συναφώς ότι «όσον αφορά τις 
συμβάσεις εργασίας
39

ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν στον δημόσιο τομέα πριν 
από την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αλλά 
μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στο εθνικό 
δίκαιο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι μολονότι, λόγω του περιορισμένου 
αναδρομικού αποτελέσματος που προσέδωσε ο Έλληνας νομοθέτης στο άρθρο 
11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, σε ορισμένες περιπτώσεις 
τέτοιων συμβάσεων δεν μπορεί να επιβληθεί καμία κύρωση, εντούτοις το 
αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει την εφαρμογή ενός μέτρου που 
να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των 
εργαζομένων, προκειμένου να επιβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις για 
την κατάχρηση και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του 
κοινοτικού δικαίου. Καθόσον η ελληνική έννομη τάξη δεν περιελάμβανε, 
κατά την εν λόγω περίοδο, άλλα αποτελεσματικά προς τούτο μέτρα, η 
μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις 
αορίστου χρόνου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 
2112/1920 θα μπορούσε να συνιστά τέτοιο μέτρο, εφόσον το αιτούν 
δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διάταξη αυτή εξακολουθεί να τυγχάνει 
εφαρμογής στην οικεία εσωτερική έννομη τάξη (βλ., σχετικώς, 
προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. και εκεί παρατιθέμενη 
νομολογία)». Επομένως, με δεδομένο ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας 
πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου δεν παράγει άμεσο 
αποτέλεσμα, οπωσδήποτε για τους εργαζομένους στις περιπτώσεις των 
οποίων προέκυψε κατάχρηση ή εξακολούθησαν να υφίστανται κατάχρηση κατά 
το διάστημα μετά την πάροδο της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας 
1999/70/ΕΚ και πριν τη λήψη άλλων αποτελεσματικών μέτρων σε συμμόρφωση 
προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου εφαρμοστέο είναι το άρθρο 8 
παρ. 3 Ν. 2112/1920, δια της εφαρμογής του οποίου και μόνο ήταν δυνατή 
η άρση της κατάχρησης, επικουρικώς δε, ήτοι στην περίπτωση που η 
σχετική κατάχρηση δεν θα μπορούσε να εξαλειφθεί με άλλο τρόπο, 
επιβεβλημένη είναι η καταβολή αποζημίωσης στους θιγόμενους εργαζομένους.

Τα άρθρα 5, 6 και 7 (πάγιες διατάξεις) του Π.Δ. 164/2004 περιλαμβάνουν 
τις ακόλουθες ρυθμίσεις: «ʼρθρο 5 (Διαδοχικές συμβάσεις) 1. 
Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και 
εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την 
ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους 
εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα 
μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών 
επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς 
λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής 
συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που 
σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη 
δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων 
γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς 
στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ1 εξαίρεση, ο 
έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του 
ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη 
του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγpαq^oς τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη 
διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός 
πέντε (5) εργασίμου ημερών από την έναρξη της απασχόλησης του. 4. Σε 
κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να 
είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της 
παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου. ʼρθρο 6 (Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων) 
1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του 
ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή 
ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, 
απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε 
συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ 
εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν 
άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας 
απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε 
περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, 
κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, 
όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο 
πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή 
χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για 
την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που 
απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς. ʼρθρο 7 (Συνέπειες 
παραβάσεων) 1 . Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των 
διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι 
αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν 
όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει 
αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται Ο 
εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη 
σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο 
αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της 
συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος 
για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια 
απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που 
καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον 
υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του 
παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, 
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το 
αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση 
μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό 
πειθαρχικό παράπτωμα». Σχετικά με τις πάγιες διατάξεις του Π.Δ. 
164/2004 έχει κρίνει το ΔΕΚ στη απόφαση του της 23ης Απριλίου 2009 
στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07, C-379/07, C-380/07, 
Αγγελιδάκη κ.λπ., ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., ότι, αν και υιοθετούνται – 
υπαλλακτικά και όχι σωρευτικά – όλα τα μέτρα που προβλέπει και η ρήτρα 
5 της συμφωνίας πλαισίου, ωστόσο προβλέπονται κυρώσεις αμφίβολης 
αποτελεσματικότητας, υπό την έννοια ότι φαίνεται αμφίβολο αν είναι 
«αρκούντως αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, ώστε να εγγυώνται την 
πλήρη αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων πρόληψης» (σκ. 1 78). 
Ειδικότερα, διαπιστώνει το ΔΕΚ ότι με το Π.Δ. 164/2004 φαίνεται κατ1 
αρχήν να ενισχύεται η πρόληψη των καταχρήσεων, αφού υιοθετείται τόσο 
το κριτήριο του αντικειμενικού λόγου ανανέωσης της σύμβασης ή σχέσης 
εργασίας ορισμένου χρόνου όσο και το όριο του ανώτατου αριθμού 
διαδοχικών συμβάσεων και της ανώτατης χρονικής διάρκειας τέτοιων 
συμβάσεων. Δηλαδή, κατά το Π.Δ. 164/2004, λαμβανομένης υπόψη κατά την 
ερμηνεία του και της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου, υφίσταται κατ’ 
αρχήν απαγορευμένη κατάχρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) εάν 
συναφθεί διαδοχικώς έστω και μία πέραν της αρχικής σύμβαση (δηλαδή 
συνολικά δύο συμβάσεις) χωρίς αντικειμενικό λόγο, (β) εάν συναφθούν 
άνω των τριών διαδοχικών συμβάσεων, ακόμα και αν αυτό δικαιολογείται 
από αντικειμενικό λόγο, δηλαδή ακόμα και εν εξυπηρετείται πράγματι μια 
πρόσκαιρη ανάγκη, ή (γ) εάν η συνολική διάρκεια των διαδοχικών 
συμβάσεων υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες, ακόμα και αν αυτό 
δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο (δηλαδή εξυπηρετείται πράγματι 
μια πρόσκαιρη ανάγκη). Ωστόσο, διατυπώνονται αμφιβολίες από το ΔΕΚ ως 
προς το αν οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 7 Π. Δ. 164/2004 
(καταβολή μισθού και αποζημίωσης απόλυσης, για το διάστημα απασχόλησης 
καταχρηστικά και, κατά συνέπεια, με άκυρη κατά τη σχετική διάταξη 
σύμβαση, και ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις) είναι αρκούντως 
αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, ώστε να εγγυώνται την πλήρη 
αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων πρόληψης (βλ. σχετικά και Φ. 
Δερμιτζάκη, ΔΕΕ 2009, σ. 296 επ., επίσης την ιδία, ΕΕργΔ 2009, σ. 616 
επ.). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 Π. Δ. 164/2004, ως έννομη συνέπεια 
για την προστασία έναντι της κατάχρησης, αξίωση του εργαζομένου για 
καταβολή του μισθού του, είτε εργάσθηκε με έγκυρη σύμβαση εργασίας 
είτε όχι, προβλέπεται παγίως και σε κάθε περίπτωση από την ελληνική 
έννομη τάξη και το κοινό εργατικό δίκαιο, έοτω σε συνδυασμό και με τα 
άρθρα 904 επ. ΑΚ, ανεξαρτήτως, δηλαδή, της ύπαρξης κατάχρησης κατά την 
έννοια της ρήτρας 5 συμφωνίας πλαισίου (βλ. Φ. Δερμιτζάκη, ΔΕΕ 2007, 
σ. 298). Εξάλλου, η υποχρέωση καταβολής «αποζημίωσης» αντίστοιχης της 
«αποζημίωσης» απόλυσης για το συνολικό διάστημα απασχόλησης με 
συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απορρέει ήδη από τη 
ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου σχετικά με τη μη διάκριση των 
εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων αορίστου χρόνου. 
Εξάλου, όπως έχει κριθεί και με την υπ’ αριθμ. 30/2005 απόφαση της 
πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η «αποζημίωση» αυτή αποτελεί «εν 
ευρεία έννοια αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας». Συνεπώς, η μη 
καταβολή της και στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου κατά τη λύση των 
συμβάσεων τους δεν δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. Φ. Δερμιτζάκη, 
ΝοΒ 2008, σ. 555 επ.). Επομένως, η πρόβλεψη καταβολής μισθού και 
«αποζημίωσης» αντίστοιχης της «αποζημίωσης» απόλυσης (μάλιστα μόνο για 
το διάστημα απασχόλησης με σύμβαση ή συμβάσεις που συνήφθησαν κατά 
παράβαση των άρθρων 5 και 6 Π.Δ. 164/2004 και όχι για το συνολικό 
διάστημα απασχόλησης) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που αποσκοπεί 
ειδικά στην αποτροπή της κατάχρησης και στην προστασία των εργαζομένων 
ορισμένου χρόνου. Τούτο, διότι οι από τη συμφωνία πλαίσιο τιθέμενοι 
στόχοι, δηλαδή, αφενός, η διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης των 
εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων 
αορίστου χρόνου και, αφετέρου, η προστασία των εργαζομένων έναντι της 
κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου, έχουν αυτοτέλεια μεταξύ τους. Δεν μπορεί, 
επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα μέτρα που 
απορρέουν από την αρχή της μη διάκρισης να φέρονται ως μέτρα και για 
την αντιμετώπιση της κατάχρησης, καθώς είναι σαφές ότι για την 
αντιμετώπιση της κατάχρησης απαιτείται η λήψη άλλων, πρόσθετων και 
ειδικών προς τούτο, μέτρων, τα οποία να είναι κατάλληλα ακριβώς για 
την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού αποτροπής της κατάχρησης, ενόψει 
των ιδιαίτερων συνθηκών της ελληνικής έννομης τάξης (βλ. Φ. 
Δερμιτζάκη, ΝοΒ 2008, σ. 555 επ., 576 επ.). Πολύ περισσότερο, καθώς η 
πρόβλεψη καταβολής «αποζημίωσης» απόλυσης από το άρθρο 7 Π.Δ. 164/2004 
μόνο για το διάστημα απασχόλησης με συμβάσεις που συνήφθησαν κατά 
παράβαση των άρθρων 5 και 6 Π.Δ. 164/2004 (δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, 
όχι για την πρώτη σύμβαση ή σχέση αλλά για το διάστημα πέραν των ορίων 
που θέτουν τα άρθρα 5 και 6 Π.Δ. 164/2004) οδηγεί σε συρρίκνωση ακόμα 
και της «αποζημίωσης» που θα μπορούσε ο εργαζόμενος να αξιώσει να του 
καταβληθεί πριν τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004, για το διάστημα 
άνευ αντικειμενικού λόγου απασχόλησης με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας 
ορισμένου χρόνου ή, οπωσδήποτε, με βάση τη ρήτρα 4 συμφωνίας πλαισίου 
(βλ. Φ. Δερμιτζάκη, ΝοΒ 2008, σ. 576 επ.). Επιπλέον, προς αποτροπή της 
κατάχρησης στο άρθρο 7 παρ. 3 Π.Δ. 164/2004 προβλέπεται η επιβολή 
ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των αρμοδίων οργάνων του 
εργοδότη. Ανάλογες κυρώσεις για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης 
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου προβλέπονταν και υπό το 
προϊοχύον καθεστώς που αφορούσε στη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα 
(π.χ. στο άρθρο 21 παρ. 4 και 5 Ν. 2190/1994). Ήδη όμως έχει 
διαπιστωθεί ότι οι κυρώσεις αυτές δεν είχαν πρακτικό αποτέλεσμα υπέρ 
των εργαζομένων και δεν πέτυχαν την αποτροπή της κατάχρησης (βλ. 
Εισηγήσεις επί των αιτήσεων αναιρέσεων σύμφωνα με τις οποίες εκδόθηκαν 
οι υπ’ αριθμ. 19/2007 και 20/2007 αποφάσεις της πλήρους Ολομέλειας του 
Αρείου Πάγου, όπου επισημαίνεται η αναποτελεσματικότητα των κυρώσεων 
αυτών ως μέτρων για την αποτροπή της κατάχρησης, επίσης Δ. Ζερδελή, Το 
Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σ. 
645, Ε. Περλίγκα, ΔΕΝ 2006, σ. 1539, Φ. Δερμιτζάκη – Κ. Τοκατλίδη, 
ΕΕργΔ 2006, σ. 464, 592, Β. Ζαχαρόπουλου, ΕΕργΔ 2007, σ. 139-140, Φ. 
Δερμιτζάκη, ΔΕΕ 2007, σ. 298-299). Χαρακτηριστικά πάνω στο ζήτημα αυτό 
επισημαίνει το ΔΕΚ στην ως άνω απόφαση του (σκ. 165-166): «Όπως 
παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεων της, 
εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει κυρίως ότι οι 
εργαζόμενοι που είναι της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών 
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα αποτρέπονται (όπως 
υποστηρίζουν ότι συμβαίνει οι ενάγοντες των κύριων δικών), ελπίζοντας 
ότι θα εξακολουθήσουν να απασχολούνται και στο μέλλον στον δημόσιο 
τομέα, από την άσκηση ενώπιον των εθνικών αρχών, περιλαμβανομένων και 
των δικαστικών, των δικαιωμάτων που τους απονέμει η εθνική ρύθμιση 
λόγω της εφαρμογής, με τη ρύθμιση αυτή, όλων των προληπτικών μέτρων 
που προβλέπει η ρήτρα 5, σημείο 1 , της συμφωνίας-πλαισίου. Επιπλέον, 
το αιτούν δικαστήριο πρέπει να σχηματίσει την πεποίθηση ότι όλοι οι 
εργαζόμενοι «ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της ρήτρας 3, σημείο 1, 
της συμφωνίας-πλαισίου μπορούν να αξιώσουν την επιβολή στον εργοδότη 
τους των κυρώσεων που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα 164/2004, όταν 
είναι θύματα καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων, και 
μάλιστα ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της σύμβασης τους σύμφωνα με 
το εσωτερικό δίκαιο». Είναι επομένως φανερό ότι τα προβλεπόμενα στις 
πάγιες διατάξεις του Π. Δ. 164/2004 μέτρα δεν είναι αποτελεσματικά, 
υπό την έννοια ότι δεν έχουν προβλεφθεί αποτελεσματικές και 
αποτρεπτικές έννομες συνέπειες -κυρώσεις για την πρόληψη της 
κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή 
σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην περίπτωση επομένως που θα 
διαπιστωθεί κατάχρηση, παρά τη χρήση των μέτρων αυτών, τυγχάνει 
εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, μη εμποδιζομένης της 
εφαρμογής του από το άρθρο 103 παρ. 8 Συντ., το οποίο, όπως 
προεκτέθηκε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει 
απολύτως τη θεώρηση των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου, μέχρι τη λήψη 
άλλων πράγματι αποτελεσματικών μέτρων (πλην της θεώρησης των συμβάσεων 
ως αορίστου χρόνου) για την πρόληψη της κατάχρησης που προκύπτει από 
τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και 
την εξάλειψη των συνεπειών από την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου σε 
περίπτωση που αυτή λάβει χώρα.

Περαιτέρω ως εργοδότης θεωρείται, κατά την επιστήμη του Εργατικού 
Δικαίου, ελλείψει γενικού νομοθετικού ορισμού της εννοίας αυτού, κάθε 
φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση 
εξηρτημένης εργασίας, άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την 
εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο εκείνο το οποίο προέβη 
στην πρόσληψη του (βλ. σχετικά ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 873/2009, ΕΕμπΔ 2009, 
822, ΕφΑΘ 3479/2007, ΔΕΕ 2008, 236, ΕφΠειρ 714/1999, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, 
επίσης Σχέδιο Κωδ. Εργασίας 1973, αριθμ. 8, Καποδίστρια, ΕρμΑΚ αρθρ. 
648, αριθμ. 25, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ αρθρ. 648 εδ. 36, 
Δεληγιάννη, Μαθ. Εργατικού Δικαίου, σ. 234, Καλομοίρη, Βασικαί έννοιαι 
Ελληνικού Εργατικού Δικαίου, σ. 49, Στυλ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό 
Δίκαιο, παρ. 301 επ.). Επομένως, ο «αντισυμβαλλόμενος» του εργαζομένου 
στη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, δεν σημαίνει πάντοτε ότι είναι ο 
εργοδότης, αλλά θα πρέπει στο πρόσωπο αυτού να συγκεντρώνονται όλα τα 
στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια αυτού, όπως προαναφέρθηκαν.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 731,732 και 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ 
προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να διατάξει ως ασφαλιστικό 
μέτρο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο που επιβάλλεται από τις 
περιστάσεις και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος 
ή τη ρύθμιση της κατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι το ασφαλιστικό 
μέτρο δεν άγει στην ικανοποίηση του δικαιώματος. Η υποχρέωση του 
εργοδότη να εξακολουθήσει να αποδέχεται προσωρινά την εργασία εκείνου 
που πιθανολογείται ότι ακύρως απολύθηκε δεν συνιστά ικανοποίηση του 
δικαιώματος του εργαζομένου για την κύρια υπόθεση [βλ. Π. Τζίφρα Ασφ. 
Μέτρα , 1985, 357, Κ. Μπέη Δ 12 140, Α. Ντάσιο τ. Α2, 948, ΕφΘεσς. 
303/1982, ΕΕργΔ 41, 707, ΜΠρΑΘ 8627/2003 Αδημ].ʼλλωστε, μετά την δια 
του άρθρου 32 παρ. 4 ν. 2172/1993 κατάργηση της διατάξεως της 
παραγράφου 6 του άρθρου 692 ΚΠολΔικ [ που είχε προστεθεί με το άρθρο 
23 ν. 1941/1991], η οποία απαγόρευε την ικανοποίηση αιτήματος αποδοχής 
από τον εργοδότη των υπηρεσιών του εργαζομένου με ασφαλιστικά μέτρα, 
επιτράπηκε ήδη να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η προσωρινή αποδοχή 
από τον εργοδότη των υπηρεσιών του εργαζομένου. Δημιουργήθηκε δηλαδή 
ισχυρό νομοθετικό έρεισμα υπέρ της άποψης ότι η υποχρέωση του εργοδότη 
να εξακολουθήσει να αποδέχεται προσωρινά την εργασία εκείνου που 
πιθανολογείται ότι ακύρως απολύθηκε δεν συνιστά ικανοποίηση του 
δικαιώματος του εργαζομένου για την κύρια υπόθεση, διότι διαφορετικά 
δεν θα υπήρχε λόγος να καταργηθεί η ως άνω απαγορευτική του εν λόγω 
μέτρου διάταξη.

Στην προκειμένη περίπτωση με την εκδικαζόμενη με ημερομηνία 02-07-2010 
αίτηση οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο 
καθ’ ου με συμβάσεις, που ναι μεν επιγράφονταν ως κατάρτισης-απόκτησης 
εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου μέσω του ΟΑΕΔ, όμως, ήταν κατ’ 
ουσίαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το καθ’ ου 
που δεν δικαιολογούνταν ως τέτοιες, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση 
αναφερόμενα. Επικαλούμενες δε επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα 
περίπτωση, ζητούν, ως ασφαλιστικό μέτρο, να ρυθμισθεί προσωρινά η 
εργασιακή τους σχέση με το καθ’ ου και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί το 
καθ’ ου, ως εργοδότης τους, να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως 
προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές 
τους, μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως επί της τακτικής αγωγής 
τους, να απειληθεί κατά αυτού χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ, για κάθε 
ημέρα άρνησής του να συμμορφωθεί στις διατάξεις αυτής της αποφάσεως 
και να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική τους δαπάνη.

Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί 
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών 
μέτρων {αρθρ. 686 επ του ΚΠολΔικ}, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις 
προπαρατεθείσες διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 731, 732, 947 παρ. 1 
και 176 του ΚΠολΔ, αφού το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο, το οποίο, κατά 
την κρατούσα γνώμη, δεν συνεπάγεται καταδίκη του εργοδότη σε δήλωση 
βουλήσεως [βλ. Ληξουριώτη στην ΕΕΔ49,295-296], δεν οδηγεί στην 
απαγορευμένη από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, πλήρη 
ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά σκοπεί να εξασφαλίσει 
προσωρινά τη συνέχιση της λειτουργίας της εριζομένης εργασιακής 
σχέσης, μέχρι την οριστική κρίση της, χωρίς τον κίνδυνο της 
δημιουργίας μέχρι τότε αμετακλήτων καταστάσεων, σύμφωνα με όσα 
αναφέρονται παραπάνω. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ 
ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατάθεσης 
της μάρτυρα της πρώτης αιτούσας, Διευθύντριας της τελευταίας, από τα 
έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και από όλη γενικά τη διαδικασία 
πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα : Οι αιτούσες προσλήφθηκαν από τον ΟΑΕΔ 
στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων 
στις υπηρεσίες και φορείς του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα. 
Ωστόσο πραγματικός εργοδότης των αιτουσών καθ’ όλη τη διάρκεια της 
απασχόλησης του5 αποτέλεσε το καθ’ ου, το οποίο τις τοποθέτησε στους 
φορείς τους, όριζε και ήλεγχε μέσων των εκπροσώπων των φορέων αυτών τα 
καθήκοντα των αιτουσών, τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τις 
δραστηριότητες των υπηρεσιών του καθ’ ου. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε 
ότι η πρώτη αιτούσα απασχολήθηκε από τη Διεύθυνση Κοινωνικής 
Επιθεώρησης Δυτικής Απικής του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας από 
08-03-2007 έως και 07-09-2008 και από 03-12-2008 έως και 03-06-2010, 
στην ειδικότητα της διοικητικής υπαλλήλου. Τα καθήκοντα της ήταν η 
γραμματειακή υποστήριξη, η τήρηση πρωτοκόλλου, η διεκπεραίωση 
οικονομικών θεμάτων, η συλλογή και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων, 
η διεκπεραίωση αλληλογραφίας, η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή καθώς 
και η δημιουργία εγγράφων, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του 
καθ’ ου, όπως προέκυψε και από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 65/27-1-2010 
προσκομιζόμενη βεβαίωση, προσερχόμενη στα καθήκοντα της καθημερινά σε 
συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι του καθ’ ου. Τα 
καθήκοντα της ήταν η σύνταξη καταστάσεων και η αποστολή τους στο 
ελεγκτικό συνέδριο για θεώρηση και στις ΔΟΥ αντίστοιχα για την πληρωμή 
των δικαιούχων, η αρχειοθέτηση και η τήρηση λογιστικών βιβλίων 
τακτικού προϋπολογισμού στο γραφείο δημοσιονομικού ελέγχου, η 
ηλεκτρονική καταχώρηση ενταλμάτων και η διεκπεραίωση χρηματικών 
ενταλμάτων στο γραφείο επιτρόπου. Ως προς την δεύτερη αιτούσα 
πιθανολογήθηκε ότι απασχολήθηκε στην υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου 
του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ενώ, κατόπιν 
τοποθετήθηκε στο γραφείο Επιτρόπου   Ελεγκτικού Συνεδρίου του 
προαναφερόμενου Υπουργείου από 04-04-2007 έως και 03-10-2008 και από 
17-12-2008  έως και 16-06-2010, στην  ειδικότητα  της  διοικητικής 
υπαλλήλου, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του καθ’ ου, 
απασχολούμενη σε θέση μονίμου υπαλλήλου, όπως προκύπτει από το 
προσκομιζόμενο από τη δεύτερη αιτούσα φύλλο αξιολόγησης της εκ μέρους 
της Προϊσταμένης της, προσερχόμενη στα καθήκοντα της καθημερινά σε 
συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι του καθ’ ου.

Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι μολονότι οι αιτούσες προσλήφθηκαν με 
σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στην πραγματικότητα 
απασχολήθηκαν από το καθ’ ου για την κάλυψη συνήθων, τρεχουσών και 
απολύτως τακτικών, προβλέψιμων και υπαρχουσών αναγκών αυτού, μόνιμης, 
διαρκούς και πάγιας προοπτικής, συναρτώμενες και σχετικές προς τις 
ανάγκες που εξυπηρετεί παράλληλα και το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών 
του.

Παρά ταύτα, το καθ’ ου απασχολούσε τις αιτούσες με διαδοχικές 
συμβάσεις, χαρακτηριζόμενες ως συμβάσεις κατάρτισης-απόκτησης 
εργασιακής εμπειρίας, αποκαλουμένων και μεταχειριζόμενων των αιτουσών 
δυνάμει αυτών των συμβάσεων ως ασκούμενων. Ωοτόσο, όπως πιθανολογήθηκε 
και ανωτέρω, το καθ’ ου αποσκοπούσε σε αυτή καθεαυτή την απασχόληση 
των αιτουσών για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του στα 
καθήκοντα τους και όχι στην παροχή εκπαίδευσης σε αυτές, ώστε η παροχή 
εργασίας από τις αιτούσες να γίνεται για τις ανάγκες της εκπαίδευσης 
και της εξοικείωσής τους με το αντικείμενο του επαγγέλματος τους. 
Εξάλλου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η μακροχρόνια απασχόληση των 
αιτουσών είχε σκοπό μόνον την επαγγελματική τους κατάρτιση, την 
μαθητεία, την ένταξη ή την επανεκπαίδευση τους επί ενός αντικειμένου 
ευκόλως κατανοητού (βλ. Μείζονα Ολομέλεια ΑΣΕΠ 6/2005). Η πραγματική 
φύση απασχόλησης των αιτουσών ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, με 
όλες τις περαιτέρω συνέπειες (π.χ. μισθολογικές, ασφαλιστικές, 
συνταξιοδοτικές κλπ) του στοιχείου της εξάρτησης. Συνεπώς,με βάση όσα 
ανωτέρω εκτέθηκαν, οι καταρτισθείσες συμβάσεις στις οποίες προέχει το 
στοιχείο παροχής εργασίας, δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 
1999/70/ΕΚ.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία των αιτουσών παρεχόταν υπό συνθήκες 
εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που 
κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν υφίστατο αντικειμενικός 
λόγος για την ανανέωση των «ορισμένου χρόνου» συμβάσεων ή σχέσεων 
τους, τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση συνιστά κατάχρηση, 
και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 Π.Δ. 164/2004. Όπως αναφέρθηκε 
ανωτέρω, κατά το Π.Δ. 164/2004 υφίσταται κατ’ αρχήν απαγορευμένη 
κατάχρηση σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) εάν συναφθεί 
διαδοχικώς έστω και μία πέραν της αρχικής σύμβαση (δηλαδή συνολικά δύο 
συμβάσεις) χωρίς αντικειμενικό λόγο (δηλαδή για την κάλυψη παγίων και 
διαρκών αναγκών, περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω), (β) εάν 
συναφθούν άνω των τριών διαδοχικών συμβάσεων, ακόμα και αν αυτό 
δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο, δηλαδή ακόμα και εν 
εξυπηρετείται πράγματι μια πρόσκαιρη ανάγκη, ή (γ) εάν η συνολική 
διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις 
μήνες, ακόμα και αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο (δηλαδή 
εξυπηρετείται πράγματι μια πρόσκαιρη ανάγκη). Εφόσον λοιπόν για τις 
αιτούσες δυνάμει των ως άνω διατάξεων σημειώθηκε κατάχρηση ακόμα και 
κατά την έννοια του Π.Δ. 164/2004 και, μάλιστα, ενώ κατά το Π.Δ. 
164/2004, για τη διαπίστωση της κατάχρησης δεν προϋποτίθεται η 
υπέρβαση σωρευτικώς των ως άνω τασσόμενων ορίων αλλά αρκεί και η 
υπέρβαση ενός από αυτά, στην περίπτωση των αιτουσών παραβιάστηκαν 
σωρευτικώς όλα τα τασσόμενα από το Π.Δ. 164/2004 όρια, δηλαδή όχι 
απλώς ανανεώθηκαν οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας τους «ορισμένου 
χρόνου» χωρίς αντικειμενικό λόγο, αλλά και υπερέβησαν τη μέγιστη 
χρονική διάρκεια των 24 μηνών, η κατάχρηση αυτή πρέπει οπωσδήποτε, 
κατά τα προεκτεθέντα, να εξαλειφθεί. Για την εξάλειψη της κατάχρησης 
αυτής, στην περίπτωση που αυτή λάβει χώρα παρά τις σχετικές 
απαγορεύσεις, δεν επαρκούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 7 Π.Δ. 164/2004 
έννομες συνέπειες-κυρώσεις. Για την εξάλειψη επομένως της επισυμβάσας 
κατάχρησης που προέκυψε με τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων 
εργασίας ορισμένου χρόνου άνευ αντικειμενικού λόγου (ήτοι για την 
κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του καθ’ ου), θα πρέπει να τύχει 
εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, χωρίς την εφαρμογή του 
οποίου – ελλείψει άλλου αποτελεσματικού προς τούτο μέτρου – δεν είναι 
δυνατή η εξάλειψη της, αφού, όπως έχει κρίνει το ΔΕΚ, μέχρι τη λήψη 
άλλων αποτελεσματικών μέτρων, η κατάχρηση, εφόσον διαπιστωθεί, πρέπει 
να αίρεται με τη θεώρηση των συμβάσεων δήθεν ορισμένου χρόνου ως 
αορίστου χρόνου.

Τέλος πιθανολογήθηκε ότι εργοδότης των αιτουσών είναι το καθ’ ου και 
όχι ο ΟΑΕΔ, ο οποίος απλώς μεσολάβησε στην σύναψη των σχέσεων εργασίας 
των αιτουσών. Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, στο πρόσωπο του καθ’ ου 
συγκεντρώνονται τα στοιχεία της εξαρτημένης εργασίας, αφού αξιοποιεί 
την εργασία των αιτουσών, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, 
και ασκεί επ’ αυτών το διευθυντικό δικαίωμα.

Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης και 
επικείμενου κινδύνου για τις αιτούσες, από τη μη συνέχιση της 
εργασιακής τους σχέσης με το καθ’ ου, καθόσον, μέχρι την έκδοση 
τελεσίδικης αποφάσεως [καθώς προσωρινή εκτέλεση εναντίον του Ελληνικού 
Δημοσίου δεν μπορεί να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 909 ΚΠολΔ] από το παρόν 
δικαστήριο, επί της κύριας αγωγής που θα ασκήσουν, θα αποστερούνται 
του τακτικού τους μισθού, που αποτελεί και το μοναδικό μέσο 
βιοπορισμού τους, ενόψει μάλιστα και των επικρατουσών, όχι ευνοϊκών 
στην αγορά εργασίας σήμερα, συνθηκών. Κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη 
αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία, να ρυθμιστεί 
προσωρινά η εργασιακή σχέση των αιτουσών με το καθ’ ου και να 
υποχρεωθεί αυτό να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες 
υπηρεσίες των αιτουσών να απειληθεί σε βάρος του καθ’ ου χρηματική 
ποινή 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής του να αποδέχεται τις υπηρεσίες 
των αιτουσών και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, 
ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που 
εφαρμόστηκαν [άρθρο 179 του ΚπολΔικ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε 
απορριπτέο στο σκεπτικό.

Δέχεται την αίτηση.

Υποχρεώνει το καθ’ ου να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως 
προσφερόμενες υπηρεσίες των αιτουσών, καταβάλλοντας τις αντίστοιχες 
αποδοχές τους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της 
ασκηθησόμενης κύριας αγωγής τους κατ’ αυτού.

Απειλεί κατά του καθ’ ου και υπέρ των αιτουσών χρηματική ποινή 
τριακοσίων [300,00] ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης του να αποδέχεται τις 
υπηρεσίες των αιτουσών. Και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των 
διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση 
στο ακροατήριό του στην Αθήνα με απόντες τους διαδίκους και τους 
πληρεξουσίους τους δικηγόρους στις 8 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
                                    Ο