«Η Διεθνής ημέρα γυναικών στις 8 Μαρτίου αποτελεί κάθε χρόνο μία μέρα αναστοχασμού και επικαιροποίησης του αγώνα των γυναικών για πλήρη και ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων. Η ιστορία αυτής της μέρας έχει ως σημείο αφετηρίας τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που έγινε στις 8 Μαρτίου του 1857 από τις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη και η καθιέρωσή της το 1910 έγινε στο πλαίσιο της Δεύτερης Διεθνούς μετά από πρόταση της Κλάρας Τσέτκιν. Στην εποχή μας, παρότι το γυναικείο κίνημα έχει κερδίσει τη νομική ισότητα, η ουσιαστική ανισότητα παραμένει και οι γυναίκες εξακολουθούν να αποτελούν θύματα καταπίεσης και σεξιστικής βίας. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, μία στις τρεις γυναίκες θα αντιμετωπίσει κάποια στιγμή στη ζωή της τη βία του συντρόφου της, ενώ μία στις πέντε θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Η κατάσταση φέτος έχει επιδεινωθεί λόγω της πανδημίας, η οποία έχει δημιουργήσει ένα πρωτόγνωρα ασφυκτικό περιβάλλον που ευνοεί τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας και πολλαπλασιάζει τις κακοποιητικές συμπεριφορές εναντίον των γυναικών.
Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, ιδίως μετά το κίνημα MeToo στις ΗΠΑ, η σωματική, σεξουαλική, εργασιακή, ψυχολογική και οικονομική βία κατά των γυναικών έχει έρθει αντιμέτωπη με μια διεθνή προσπάθεια να μπει τέλος στην ατιμωρησία και τη σιωπή. Στη χώρα μας, οι συγκλονιστικές καταγγελίες που ήρθαν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας για τη σεξουαλική βία που δέχονται οι γυναίκες σε χώρους όπως ο αθλητισμός και η τέχνη, δείχνουν ότι η έμφυλη βία κάθε άλλο παρά αποτελεί παρελθόν στις μέρες μας αλλά φανερώνουν και τη δύναμη για να βάλουμε τέλος σ’ αυτά τα φαινόμενα, καταργώντας κάθε είδους διάκριση, ανισότητα και εκμετάλλευση.
Στο χώρο της δικηγορίας, οι γυναίκες συνάδελφοι βιώνουν με ακόμα πιο δραματικό τρόπο τις συνέπειες της οικονομικής αλλά και της υγειονομικής κρίσης. Το ποσοστό των γυναικών στο επάγγελμα μειώνεται διαρκώς όσο μεγαλώνει η ηλικία τους, καθώς η πίεση της μητρότητας και της οικογένειας λειτουργεί ως ένα αόρατο δίχτυ αποκλεισμού. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη παίζει η έλλειψη της κρατικής μέριμνας, καθώς δεν προβλέπεται καμία ουσιαστική πρόνοια ή βοήθεια για τις γυναίκες συναδέλφους, που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν με ίδια μέσα την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα. Αντίθετα, ακόμα και στις πενιχρές και ανεπαρκείς διαδικασίες ενίσχυσης των συναδέλφων (όπως η «επιστρεπτέα προκαταβολή») δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν έμφυλες παράμετροι, όπως η εγκυμοσύνη ή η λοχεία εντός του προηγούμενου έτους. Το ποσό που παρέχει ο ΕΦΚΑ για τις εξετάσεις της εγκυμοσύνης και τη γέννα δεν ανταποκρίνεται διόλου στα πραγματικά έξοδα και δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την απώλεια εισοδήματος που έχουν κατά το διάστημα της αναγκαστικής αποχής τους από την εργασία. Ταυτόχρονα, οι γυναίκες συνάδελφοι αντιμετωπίζουν σε πολλές περιπτώσεις φαινόμενα υποτιμητικής συμπεριφοράς, καθώς και έλλειψη κατανόησης για εύλογα αιτήματα αναβολής που υποβάλλονται από κυοφορούσες ή λεχώνες συναδέλφους.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης στηρίζει τον αγώνα των γυναικών για ουσιαστική ισότητα και το δικαίωμά τους να αποφασίζουν κυριαρχικά για το σώμα και τη ζωή τους. Στέκεται στο πλευρό των γυναικών συναδέλφων και των διεκδικήσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε από το 2019 στο Πανελλήνιο συνέδριο Δικηγορικών Συλλόγων ψήφισμα το οποίο διεκδικούσε τη λήψη των παρακάτω μέτρων που θα επιτρέπουν στις γυναίκες να ασκούν τη δικηγορία σε καθεστώς αξιοπρέπειας και θα διαμορφώνουν ένα δίκτυο προστασίας τους, και έγινε δεκτό ομόφωνα. Τα άμεσα μέτρα, που αποτελούν πλέον αίτημα όλου του δικηγορικού σώματος της χώρας, είναι:
– η επιδότηση από τον ΕΦΚΑ του εισοδήματος που χάνουν οι γυναίκες κατά το χρόνο της κύησης και έξι μήνες μετά τον τοκετό
– η πραγματική κάλυψη από τον ΕΦΚΑ των εξόδων του τοκετού.
– η μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών κατά το χρόνο της κύησης και έξι μήνες μετά τον τοκετό.
– η θεσμοθέτηση της εγκυμοσύνης και της λοχείας ως σπουδαίων λόγων αναβολής σε ΚΠΔ, ΚΠολΔ και ΚΔΔ.
Η ανταπόκριση του κράτους στα αιτήματα αυτά είναι μέχρι στιγμής μηδενική. Διεκδικούμε την άμεση νομοθέτηση και εφαρμογή των παραπάνω δίκαιων και αυτονόητων μέτρων.