Ανακοίνωση ΔΣ ΔΣΘ 28.3.2020
Το ΔΣ του ΔΣΘ συνεδρίασε μέσω τηλεδιάσκεψης την 28.3.2020 και αποφάσισε ομόφωνα τα εξής:
Από την έναρξη της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης που διάγουμε, ο δικηγορικός κόσμος της χώρας επέδειξε αυθόρμητα τη διάθεση και πρόθεσή του να συμβάλει με κάθε τρόπο στην υποστήριξη του Κράτους για την αντιμετώπιση της. Έτσι, μέχρι να εκδοθεί η σχετική ΚΥΑ, οι δικηγόροι παρείχαμε τις υπηρεσίες μας, αδιαμαρτύρητα (και ενώ ήδη διαφαινόταν η επικινδυνότητα διάδοσης στις αίθουσες των Δικαστηρίων λόγω συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού κόσμου), προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί αδιάλειπτα ο θεσμός της Δικαιοσύνης, ενώ όταν στην συνέχεια αποφασίστηκε (ορθώς) η αναστολή της λειτουργίας των Δικαστηρίων, αδιαμαρτύρητα αποδεχθήκαμε ότι την επόμενη κιόλας μέρα δεν θα πηγαίναμε στην εργασία μας, αποστερούμενοι τα εισοδήματα που αναμέναμε να εισπράξουμε και για τα οποία είχαμε ήδη εργαστεί. Έχοντας παράλληλα απόλυτη συναίσθηση του θεσμικού μας ρόλου ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης και ως συμβούλων της Πολιτείας, συνδράμαμε άμεσα και καθοριστικά με θεσμικές μας παρεμβάσεις και προτάσεις σε όλα τα ζητήματα που ανέκυψαν από την αιφνίδια αναστολή των εργασιών του Δικαστηρίων προς την κατεύθυνση της προστασίας του κοινωνικού συνόλου όχι μόνο από τον υγειονομικό κίνδυνο, αλλά και από τον κίνδυνο απώλειας δικαιωμάτων και αξιώσεων. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης δεν παρέλειψε, τέλος, να εκπληρώσει και το ηθικό καθήκον, ως ο πολυπληθέστερος και πλέον δραστήριος κοινωνικά επιστημονικός σύλλογος της πόλης μας, για την παροχή, στο μέτρο του δυνατού, καίριας υλικοτεχνικής βοήθειας προς ενίσχυση των δοκιμαζόμενων σήμερα δομών υγείας, με την δωρεά ενός θαλάμου βιολογικής ασφάλειας και των αναγκαίων παρελκομένων προς το ΑΧΕΠΑ, με την επιφύλαξη να συνεχίσει ανάλογες δράσεις, εφόσον κάτι τέτοιο απαιτηθεί από τις περιστάσεις.
Η απόλυτη ανταπόκριση στο θεσμικό και κοινωνικό μας ρόλο, τον οποίο δεσμευόμαστε ότι θα υπηρετήσουμε στο ακέραιο, όπως διαχρονικά κάναμε μέχρι σήμερα, είναι αδιαμφισβήτητη. Πλην όμως, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι και το γεγονός ότι ο επαγγελματικός κλάδος μας πλήττεται όσο λίγοι από την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η οποία έχει κυριολεκτικά καθηλώσει κάθε δικηγορική δραστηριότητα και που η διάρκειά της είναι ακόμη άδηλη. Για το λόγο αυτόν, με τις συντονισμένες δράσεις των συνδικαλιστικών μας οργάνων πετύχαμε από την πρώτη στιγμή την έμπρακτη από την πλευρά της Πολιτείας αναγνώριση της δυσχερούς θέσης στην οποία έχουμε περιέλθει και της αδήριτης ανάγκης να τύχουμε κρατικής στήριξης, με την ένταξή μας στους πληττόμενους επαγγελματικούς κλάδους για τους οποίους θα λαμβάνονταν μέτρα οικονομικής ενίσχυσης και ελαφρύνσεων, μεταξύ των οποίων και η παροχή έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης 800 ευρώ ανά δικηγόρο.
Ωστόσο, όπως πλέον είναι γνωστό, η Κυβέρνηση τώρα εξαγγέλλει διά στόματος του αρμοδίου υπουργού, ως δήθεν μέτρο οικονομικής στήριξης των δικηγόρων, τη θεσμοθέτηση της προαιρετικής δυνατότητας συμμετοχής των δικηγόρων σε επιδοτούμενα προγράμματα τηλεκατάρτισης διάρκειας 100 ωρών που θα οδηγούν σε πιστοποίηση και λήψη «επιταγής κατάρτισης» αξίας 600 ευρώ μέσω ΕΣΠΑ, αναδιπλούμενη ατάκτως από την προηγούμενη ρητή υπόσχεσή της περί παροχής της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης των 800 ευρώ σε κάθε δικηγόρο, που αναπαράχθηκε πολλαπλώς κι επί μέρες από πλείστα όσα κυβερνητικά χείλη. Κατόπιν της εξέλιξης αυτής, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης καταδικάζει απερίφραστα την απολύτως εμπαικτική και προκλητικά προσβλητική για ολόκληρο το δικηγορικό κόσμο συμπεριφορά της Κυβέρνησης και των αρμοδίων εκπροσώπων της αναφορικά με το αίτημα για παροχή οικονομικής στήριξης στους δικηγόρους της χώρας, δηλώνοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι θα κάνει καθετί για την αποκατάσταση της κατάφωρης σε βάρος τους αδικίας.
Από την πρώτη στιγμή της εξαγγελίας του το μέτρο αυτό προκάλεσε και συνάντησε τη σύσσωμη σχεδόν αντίθεση και αντίδραση όλων των δικηγόρων και των Διοικήσεών τους ως μέτρο όχι μόνο απρόσφορο να επιτελέσει την κοινωνική του αποστολή, αλλά και που εκφράζει κατά τρόπο εύγλωττο, όσο και προκλητικό τη διακριτική μεταχείριση που διαχρονικά επιφυλάσσει η Ελληνική Πολιτεία σε βάρος του πολυπληθέστερου επιστημονικού κλάδου της χώρας αναφορικά με μία σειρά ζητημάτων βιοτικής γι’ αυτόν σημασίας. Σε βάρος ενός κλάδου που τα μέλη του διακρίνονται, πάνω απ’ όλα για την υψηλή επιστημονική τους κατάρτιση, η οποία διασφαλίζεται με τις πολυετείς, σκληρές πανεπιστημιακές σπουδές, τις πολλαπλές και αυστηρότατες εξετάσεις, εντός και εκτός ΑΕΙ, τη διαρκή επιμόρφωση σε πλήθος νομικών και όχι μόνο αντικειμένων που απαιτεί ο υψηλός ανταγωνισμός του κλάδου, και τέλος την έκθεσή τους στον καθημερινό έλεγχο και τη σκληρή κριτική πολιτών (εντολέων, αντιδίκων κλπ.), δικαστών και υπαλλήλων. Ακόμη, σε βάρος ενός κλάδου, τα μέλη του οποίου η ίδια η Πολιτεία έχει ορίσει διαχρονικά ως ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΜΙΣΘΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ, και για τους οποίους έχει επιφυλάξει το ρόλο του φυσικού υπερασπιστή των δικαιωμάτων του πολίτη. Αλλά και σε βάρος ενός κλάδου που σήκωσε όσο λίγοι το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής των δέκα τελευταίων ετών και που βίωσε όσο λίγοι τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Η απαράδεκτη εξαγγελία για παροχή επιδοτούμενης εκπαίδευσης θέλει να καταστήσει το Δικηγορικό Σώμα παρία της ελληνικής κοινωνίας και το δικηγόρο επαίτη μίας ελάχιστης και με δυσανάλογο αντάλλαγμα οικονομικής βοήθειας, τη στιγμή που πλήθος άλλων επαγγελματικών κλάδων που κι εκείνοι χαρακτηρίστηκαν πληττόμενοι, θα λάβουν άμεσα και άνευ όρων την οικονομική ενίσχυση των 800 ευρώ, ενώ άλλοι εργαζόμενοι συμπολίτες μας, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θα συνεχίζουν να λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους, εργαζόμενοι καθόλου ή ελάχιστα. Πρόκειται συνεπώς για καταφανή παραβίαση της αρχής της ισότητας σε βάρος εκείνων που εξ επαγγέλματος μάχονται γι’ αυτήν, οι οποίοι θυσιάζονται τώρα για την εξυπηρέτηση δημοσιονομικών ή πελατειακών σκοπών. Στη συντέλεση αυτής της αδικίας δε χωρεί καμία δικαιολογία και συγγνώμη από τους υπεύθυνους κυβερνώντες και κάθε υπόσχεση για μελλοντική αποκατάσταση είναι ανώφελη και κενή νοήματος.
Την ίδια στιγμή, άλλωστε, που διακυβεύεται η επαγγελματική και κλαδική μας υπόσταση, η κυβέρνηση, σχεδιάζει να επιτύχει μέσω του εξαγγελλόμενου μέτρου, και κυριολεκτικά «στην πλάτη μας», στόχους εντελώς άσχετους με τον κοινωνικό σκοπό της οικονομικής μας ενίσχυσης ως πληττόμενου κλάδου: την απορρόφηση κονδυλίων ΕΣΠΑ προορισμένων για χρηματοδότηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την μέσω αυτής προσπόριση εσόδων σε διάφορους φορείς εκπαίδευσης. Η πρωτοφανής αυτή μεθόδευση για την εξυπηρέτηση μίας σειράς σκοπιμοτήτων άσχετων με τον προστατευτικό ρόλο της Πολιτείας προς τους χιλιάδες χειμαζόμενους δικηγόρους δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να γίνει ανεκτή από αυτούς.
Για τους παραπάνω λόγους το ΔΣ του ΔΣΘ, κατόπιν διαλογικής συζήτησης, ζητά:
- Την καταβολή της ενίσχυσης των 800€ που λαμβάνουν και οι άλλοι πληττόμενοι κλάδοι για το σύνολο των δικηγόρων συμπεριλαμβανομένων ρητά και όσων συναδέλφων απασχολούνται με οιονεί έμμισθη σχέση («μπλοκάκι»)
- Την εφαρμογή της ρύθμισης περί καταβολής μειωμένου μισθώματος για την επαγγελματική στέγη των δικηγόρων
- Άμεση αξιοποίηση του συγκεντρωθέντος στον ΟΑΕΔ ποσού από τις εισφορές των δικηγόρων
- Την κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής τέλους επιτηδεύματος.
- Την απαλλαγή των δικηγόρων από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για το διάστημα από τον Απρίλιο του 2020 και για όλη την περίοδο των μέτρων άλλως την οριστικοποίηση της μείωσης των εμπροθέσμως ασφαλιστικών εισφορών
- Την εξομοίωση των προκαταβολών των εισφορών των δικηγόρων μέσω του γραμματίου προείσπραξης με έγκαιρη καταβολή ώστε να διασφαλιστεί η έκπτωση 25% για την έγκαιρη εξόφληση επί του συνόλου της ονομαστικής εισφοράς και όχι επί του ποσού που υπολείπεται μετά την εκκαθάριση
- Τον υπολογισμό της προκαταβολής φόρου με μηδενικό συντελεστή για τη χρήση 2019 (φ.δ. 2020)
- Την άμεση καταβολή των οφειλομένων του Δημοσίου προς τους δικηγόρους, όπως ενδεικτικά των οφειλών του ΤΑΧΔΙΚ από τη νομική βοήθεια, των οφειλών των διαφόρων φορέων του δημοσίου τομέα προς συνεργαζόμενους δικηγόρους καθώς και των οφειλών από παροχές σε είδος και χρήμα του ΕΦΚΑ, παρελθόντων ετών. Για την εξασφάλιση της είσπραξης να μην απαιτείται η προσκόμιση φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας από τους δικηγόρους
- Εξαίρεση του διαστήματος από τον Απρίλιο του 2020 και μέχρι το πέρας των μέτρων από τον υπολογισμό τεκμηρίων.
Τέλος, το Δ.Σ. αποφάσισε να διερευνηθούν σε άμεσο χρόνο από το Προεδρείο σε συνεργασία με την Οικονομική Υπηρεσία δυνατοί τρόποι στήριξης των συναδέλφων και των ασκουμένων δικηγόρων.