*ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: *Ανακοινώνεται ότι για τις πληροφορίες στον ηλεκτρονικό αυτό χώρο ισχύει παραίτηση από ευθύνη και δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. <http://curia.europa.eu/jcms/jcms/T5_5135?PortalAction_x_000_userLang=el>
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 22ας Δεκεμβρίου 2010
(*<http://curia.europa.eu/jurisp/cgi-bin/gettext.pl?where=&lang=el&num=79898777C19090118&doc=T&ouvert=T&seance=ARRET#Footnote*>)
«Έννοια του όρου “εθνικό δικαστήριο” κατά το άρθρο 234 ΕΚ – Αναγνώριση διπλωμάτων – Οδηγία 89/48/ΕΟΚ – Δικηγόροι – Εγγραφή στο μητρώο
επαγγελματικού συλλόγου κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό του οποίου το πτυχίο αναγνωρίστηκε ως ισότιμο»
Στην υπόθεση C-118/09,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (Αυστρία), με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2009, που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Απριλίου 2009, στο πλαίσιο της διαδικασίας Robert Koller,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann και L.Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– ο ίδιος ο R. Koller, abogado,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Σκανδάλου και Σ.
Βοδινά,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. López-Medel
Báscones,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C.
Hermes και H. Støvlbæk,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 2010,
εκδίδει την ακόλουθη
*Απόφαση *
1 Με την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ζητείται η ερμηνεία της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης
Δεκεμβρίου 1988,
σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης
διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001 (ΕΕ L 206, σ. 1, στο εξής: τροποποιηθείσα οδηγία 89/48).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του R.Koller και της Rechtsanwaltsprüfungskommission beim
Oberlandesgericht Graz (επιτροπή εξετάσεων υποψηφίων δικηγόρων παρά τω Εφετείω του Graz) με αντικείμενο την άρνηση του προέδρου αυτής
να του επιτρέψει να συμμετάσχει στη δοκιμασία επάρκειας για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Αυστρία ή να τον απαλλάξει
από τη δοκιμασία αυτή.
•Το νομικό πλαίσιο *
•Το δίκαιο της Ένωσης *
3 Κατά το άρθρο 1, στοιχεία α΄, β΄ και ζ΄, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται:
α) ως δίπλωμα, οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων
τίτλων:
– που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές
διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους,
– από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διάρκειας
τουλάχιστον τριών ετών ή ισοδύναμης διάρκειας με ελαστική παρακολούθηση, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα
του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου
και, ενδεχομένως, ότι παρακολούθησε με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται επιπλέον του κύκλου σπουδών μετά τη
δευτεροβάθμια, και
– από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που
είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος,
εφόσον η εκπαίδευση που πιστοποιείται από το εν λόγω δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερό της
μέρος στην Κοινότητα […].
Εξομοιώνεται προς δίπλωμα κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος ή οποιοδήποτε σύνολο
τέτοιων διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων τίτλων έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή σε κράτος μέλος, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που
έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας και που αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ως ισοτίμου επιπέδου και
εφόσον παρέχει τα ίδια δικαιώματα προσβάσεως ή ασκήσεως ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος.
β) ως κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος μέλος στο οποίο ο υπήκοος κράτους μέλους ζητεί να ασκήσει ένα επάγγελμα το οποίο είναι
νομοθετικά κατοχυρωμένο ενώ δεν έχει αποκτήσει στο εν λόγω κράτος μέλος το δίπλωμα το οποίο διαθέτει ή δεν έχει ασκήσει στο εν λόγω
κράτος μέλος για πρώτη φορά το περί ου ο λόγος επάγγελμα.
[…]
ζ) ως δοκιμασία επάρκειας, έλεγχος που αφορά αποκλειστικά τις επαγγελματικές γνώσεις του αιτούντος, ασκείται δε από τις αρμόδιες
αρχές του κράτους μέλους υποδοχής με σκοπό να εκτιμηθεί η ικανότητα του αιτούντος να εξασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στο
εν λόγω κράτος μέλος.
Για τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, οι αρμόδιες αρχές, με βάση τη σύγκριση της εκπαιδεύσεως που απαιτεί το κράτος μέλος υποδοχής με την εκπαίδευση του αιτούντος, καταρτίζουν κατάλογο των τομέων γνώσεων οι οποίοι δεν καλύπτονται από το δίπλωμα, ή τον(τους) τίτλο(-ους) που επικαλείται ο αιτών.
Στη δοκιμασία επάρκειας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών είναι αναγνωρισμένος επαγγελματίας στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσής του. Η δοκιμασία αυτή καλύπτει τομείς γνώσεων που επιλέγονται μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο
και των οποίων η γνώση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εξάσκηση του επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής. Η εν λόγω δοκιμασία μπορεί επίσης να καλύπτει τη γνώση της δεοντολογίας που ισχύει για τις οικείες δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής. Οι
λεπτομερείς κανόνες της δοκιμασίας επάρκειας καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, τηρουμένων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου.
[…]»
4 Το άρθρο 3, στοιχείο α΄, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48 ορίζει τα εξής:
«Όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η εξάσκησή του προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος,
η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την εξάσκησή του, υπό τους ίδιους
όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενη την έλλειψη προσόντων:
α) αν ο αιτών κατέχει το δίπλωμα που επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την εξάσκησή του στο
έδαφός του και το οποίο έχει ληφθεί σε ένα κράτος μέλος, […]».
5 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Το άρθρο 3 δεν θίγει την ευχέρεια του κράτους μέλους υποδοχής να απαιτεί επίσης από τον αιτούντα:
α) να αποδεικνύει ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα, όταν η διάρκεια της εκπαιδεύσεως την οποία επικαλείται, σύμφωνα με το άρθρο 3,
στοιχεία α΄ και β΄, είναι κατά ένα τουλάχιστον έτος κατώτερη από τη διάρκεια που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής. […]
[…]
β) να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής, επί τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο, ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας:
– όταν η εκπαίδευση την οποία έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 3,
στοιχεία α΄ και β΄, αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που απαιτείται στο κράτος
μέλος υποδοχής, ή
– όταν, στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, το νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής
περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικά κατοχυρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υφίστανται στο νομοθετικά
κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής ή προελεύσεως του αιτούντος και χαρακτηριστικό της διαφοράς αυτής
είναι ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, και που αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους
που καλύπτονται από το δίπλωμα που προσκομίζει ο αιτών, ή
[…]
Εάν το κράτος μέλος υποδοχής προτίθεται να απαιτήσει από τον αιτούντα να παρακολουθήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής ή να υποβληθεί σε
δοκιμασία επάρκειας, οφείλει να εξακριβώσει πρώτα εάν οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του είναι ικανές να
καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Εάν το κράτος μέλος υποδοχής κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, οφείλει να παρέχει στον αιτούντα την επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης
προσαρμογής και
δοκιμασίας επάρκειας. Στην περίπτωση επαγγελμάτων, η εξάσκηση των οποίων
απαιτεί επακριβή γνώση του εθνικού δικαίου και ως προς τα οποία η παροχή
συμβουλών ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες και
σταθερό στοιχείο της άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, το
κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, να
επιβάλλει δοκιμασία επάρκειας ή την πρακτική άσκηση προσαρμογής. […]
2. Ωστόσο, το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να εφαρμόζει σωρευτικά
τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία α΄ και β΄.»
•Το εθνικό δίκαιο *
6 Το κεφάλαιο 3 του ομοσπονδιακού νόμου για την ελεύθερη παροχή
υπηρεσιών και την εγκατάσταση ευρωπαίων δικηγόρων στην Αυστρία (Bundesgesetz
über den freien Dienstleistungsverkehr und die Niederlassung von
europäischen Rechtsanwälten in Österreich, BGBl. I, 27/2000, όπως ισχύει
στη δημοσίευσή του στο BGBl. I, 59/2004, στο εξής: EuRAG) περιλαμβάνει,
μεταξύ άλλων, τα άρθρα 24 έως 29. Το άρθρο 24 του EuRAG ορίζει τα εξής:
«1. Οι υπήκοοι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως […], οι οποίοι
απέκτησαν δίπλωμα από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχος διαθέτει τα
απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την άμεση πρόσβαση σε επάγγελμα
μνημονευόμενο στο παράρτημα του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, εγγράφονται
κατόπιν αιτήσεως στο μητρώο των δικηγόρων […], εφόσον υποβληθούν με επιτυχία
σε δοκιμασία επάρκειας.
2. Διπλώματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 είναι τα διπλώματα,
πιστοποιητικά ή άλλοι τίτλοι κατά την έννοια της οδηγίας 89/48 […]».
7 Το άρθρο 25 του EuRAG έχει ως εξής:
«Η δοκιμασία επάρκειας είναι κρατική εξέταση που αφορά αποκλειστικά τις
επαγγελματικές γνώσεις του υποψηφίου, με σκοπό να εκτιμηθεί η ικανότητά του
να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αυστρία. Στη δοκιμασία επάρκειας
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο υποψήφιος διαθέτει τα
επαγγελματικά προσόντα για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος
μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως»
8 Το άρθρο 27 του EuRAG ορίζει τα εξής:
«Ο πρόεδρος της επιτροπής εξετάσεων υποψηφίων δικηγόρων, με τη σύμφωνη γνώμη
του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Oberlandesgericht (εφετείου),
αποφασίζει, κατόπιν αιτήσεως του υποψηφίου και το αργότερο τέσσερις μήνες
μετά την υποβολή του πλήρους φακέλου των δικαιολογητικών, εάν αυτός θα γίνει
δεκτός στη δοκιμασία επάρκειας.»
9 Το άρθρο 29 του EuRAG ορίζει τα εξής:
«Ο πρόεδρος της επιτροπής εξετάσεων υποψηφίων δικηγόρων οφείλει, με τη
σύμφωνη γνώμη του κατά το άρθρο 26 αρμόδιου Δικηγορικού Συλλόγου, να
απαλλάξει τον υποψήφιο από εξεταζόμενα μαθήματα, κατόπιν αιτήσεώς του,
εφόσον αυτός αποδεικνύει ότι, στο πλαίσιο της μέχρι τώρα εκπαιδεύσεως ή
επαγγελματικής δραστηριότητάς του, έχει αποκτήσει σε εξεταζόμενο μάθημα τις
αναγκαίες για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Αυστρία
ουσιαστικές και δικονομικές γνώσεις αυστριακού δικαίου.»
10 Το άρθρο 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Rechtsanwaltsordnung,
*RGBl.*96/1868, όπως ισχύει στη δημοσίευσή του στο
BGBl. I, 128/2004, στο εξής: RAO) έχει ως εξής:
«1) Για την άσκηση δικηγορίας στην [Αυστρία] δεν απαιτείται διορισμός από τη
δημόσια αρχή, αλλά μόνον η απόδειξη ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις
και η εγγραφή στο μητρώο των δικηγόρων […]
2) Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
[…]
d) η πρακτική άσκηση με τη νόμιμη μορφή και διάρκεια,
e) η επιτυχής συμμετοχή στις εξετάσεις υποψηφίων δικηγόρων,
[…]».
11 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του RAO, η πρακτική άσκηση διαρκεί
πέντε έτη. Από αυτά, πρέπει να συμπληρωθούν στην ημεδαπή τουλάχιστον εννέα
μήνες σε δικαστήριο ή εισαγγελία και τουλάχιστον τρία έτη σε δικηγόρο
ασκούντα το επάγγελμα στην Αυστρία.
•Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα *
12 Στις 25 Νοεμβρίου 2002, ο R. Koller, Αυστριακός υπήκοος, απέκτησε
από το Πανεπιστήμιο του Graz (Αυστρία) τον τίτλο «Magister der
Rechtswissenschaften, δηλαδή δίπλωμα με το οποίο πιστοποιείται η συμπλήρωση
κύκλου πανεπιστημιακών νομικών σπουδών ελάχιστης διάρκειας οκτώ εξαμήνων.
13 Με απόφαση του ισπανικού Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών της 10ης
Νοεμβρίου 2004 βεβαιώθηκε ότι ο αυστριακός τίτλος «Magister der
Rechtswissenschaften» ήταν ισοδύναμος προς τον ισπανικό τίτλο «Licenciado en
Derecho», καθόσον ο αιτών είχε παρακολουθήσει μαθήματα και είχε υποβληθεί
επιτυχώς σε συμπληρωματικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης
(Ισπανία) κατ’ εφαρμογή της προβλεπόμενης στο ισπανικό δίκαιο διαδικασίας
αναγνωρίσεως της ακαδημαϊκής ισοτιμίας.
14 Στις 14 Μαρτίου 2005, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Μαδρίτης διαπίστωσε
ότι ο R. Koller ήταν κάτοχος του τίτλου «Licenciado en Derecho» και του
απένειμε το δικαίωμα στον επαγγελματικό τίτλο «abogado».
15 Στις 5 Απριλίου 2005, ο R. Koller ζήτησε από τη
Rechtsanwaltsprüfungskommission beim Oberlandesgericht Graz να γίνει δεκτός
στη δοκιμασία επάρκειας για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Ταυτοχρόνως, υπέβαλε την προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του EuRAG αίτηση
απαλλαγής από το σύνολο της εξεταζόμενης κατά την ως άνω δοκιμασία ύλης.
16 Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2005, ο πρόεδρος της εν λόγω
Rechtsanwaltsprüfungskommission, βάσει του άρθρου 27 του EuRAG, απέρριψε την
αίτηση συμμετοχής στη δοκιμασία επάρκειας. Κατά τον χρόνο αυτό, ο R. Koller
ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ισπανία. Ο αιτών προσέφυγε κατά της
αποφάσεως αυτής ενώπιον της Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission
(Ανώτατη Επιτροπή Προσφυγών και Πειθαρχικού, στο εξής: OBDK).
17 Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2006, η OBDK απέρριψε τις αιτιάσεις
του αιτούντος. Η επιτροπή αυτή βασίστηκε, πρώτον, στο γεγονός ότι, σε
αντίθεση με την ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία, δεν απαιτείται πρακτική
άσκηση για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στην Ισπανία. Η OBDK
συνήγαγε ότι η αίτηση του R. Koller αποσκοπούσε στο να παρακαμφθεί η
υποχρέωση πενταετούς πρακτικής ασκήσεως την οποία επιβάλλει η εν λόγω
νομοθεσία.
18 Δεύτερον, κατά την OBDK, ο ακαδημαϊκός τίτλος «Licenciado en
Derecho» δεν αρκεί προκειμένου να γίνει δεκτός ο αιτών στη δοκιμασία
επάρκειας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του EuRAG. Συναφώς, το άρθρο 1, στοιχείο
α΄, δεύτερο εδάφιο, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48 διακρίνει μεταξύ της
επιτυχούς περατώσεως κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ελάχιστης διάρκειας
τριών ετών, αφενός, και της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως που απαιτείται
επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών, αφετέρου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει
δεκτό ότι η επιβαλλόμενη από τον EuRAG δοκιμασία επάρκειας είναι εξέταση που
αποσκοπεί αποκλειστικώς στην αξιολόγηση των επαγγελματικών γνώσεων του
αιτούντος. Κατά την OBDK, ο R. Koller στερείται επαγγελματικών γνώσεων,
οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτός στη δοκιμασία επάρκειας. Τέλος, η σώρευση
της αιτήσεως συμμετοχής στη δοκιμασία επάρκειας με την αίτηση απαλλαγής από
τη δοκιμασία αυτή αποτελεί απόπειρα ενσυνείδητης καταστρατηγήσεως της
αυστριακής νομοθεσίας.
19 Κατόπιν προσφυγής του R. Koller, το Verfassungsgerichtshof
(Συνταγματικό Δικαστήριο, Αυστρία), με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008,
εξαφάνισε την ως άνω απορριπτική απόφαση με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι
δεν υπάρχουν ενδείξεις καταχρήσεως από μέρους του αιτούντος. Κατά συνέπεια,
η OBDK υποχρεούται να αποφανθεί εκ νέου επί της αιτήσεως του R. Koller περί
συμμετοχής στη δοκιμασία επάρκειας για την άσκηση του επαγγέλματος του
δικηγόρου.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές το OBDK αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν
του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά
ερωτήματα:
«1) Έχει η οδηγία 89/48 […] εφαρμογή στην περίπτωση Αυστριακού υπηκόου,
εφόσον αυτός
α) ολοκλήρωσε επιτυχώς πτυχιακές σπουδές Νομικής στην Αυστρία και του
απονεμήθηκε ο ακαδημαϊκός τίτλος “Magister der Rechtswissenschaften”,
β) εν συνεχεία, αφού υποβλήθηκε σε συμπληρωματικές εξετάσεις από
ισπανικό πανεπιστήμιο, για τις οποίες όμως απαιτήθηκε εκπαίδευση με διάρκεια
μικρότερη των τριών ετών, του απονεμήθηκε με έγγραφο αναγνωρίσεως του[ισπανικού] Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών το δικαίωμα να φέρει τον
–ισοδύναμο προς τον αυστριακό τίτλο– ισπανικό τίτλο “Licenciado en derecho”
και
γ) απέκτησε, κατόπιν αιτήσεως προς τον Δικηγορικό Σύλλογο της Μαδρίτης,
το δικαίωμα στον επαγγελματικό τίτλο “abogado” και άσκησε πράγματι το
επάγγελμα του δικηγόρου στην Ισπανία, ειδικότερα επί χρονικό διάστημα τριών
εβδομάδων πριν από την υποβολή της αιτήσεώς του και όχι μεγαλύτερο των πέντε
μηνών πριν από την έκδοση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
Συμβιβάζεται με την οδηγία 89/48 […] ερμηνεία του άρθρου 24 EuRAG υπό την
έννοια ότι η απόκτηση ενός αυστριακού τίτλου νομικών σπουδών, καθώς και το
δικαίωμα κατοχής του ισπανικού τίτλου “Licenciado en derecho”, το οποίο
αποκτήθηκε κατόπιν υποβολής σε συμπληρωματικές εξετάσεις από ισπανικό
πανεπιστήμιο, εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των τριών ετών, δεν
αρκούν για τη συμμετοχή στη δοκιμασία επάρκειας στην Αυστρία σύμφωνα με το
άρθρο 24, παράγραφος 1, EuRAG, χωρίς να αποδεικνύεται η κατά το εθνικό
δίκαιο (άρθρο 2, παράγραφος 2, RAO) απαιτούμενη πρακτική εμπειρία, ακόμη και
στην περίπτωση που ο αιτών έχει διοριστεί στην Ισπανία, χωρίς αντίστοιχη
απαίτηση πρακτικής εμπειρίας, ως “abogado” και έχει ασκήσει εκεί το
επάγγελμα του δικηγόρου επί χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων πριν από την
υποβολή της αιτήσεώς του και όχι μεγαλύτερο των πέντε μηνών πριν από την
έκδοση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως;»
•Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου *
21 Πρέπει προκαταρκτικώς να διακριβωθεί εάν η OBDK αποτελεί δικαστήριο
υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ και εάν, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι
αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε η εν λόγω επιτροπή.
22 Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, το
Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει εάν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο»
υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, ζήτημα απτόμενο αποκλειστικώς του δικαίου
της Ένωσης, οφείλει να λάβει υπόψη σύνολο στοιχείων, όπως η ίδρυση του
οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, η υποχρεωτική φύση της δικαιοδοσίας
του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της διαδικασίας, η από το όργανο αυτό
εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ., ιδίως, αποφάσεις
της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C‑54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. Ι-4961,
σκέψη 23· της 31ης Μαΐου 2005, C-53/03, Syfait κ.λπ., Συλλογή 2005, σ.
Ι‑4609, σκέψη 29, καθώς και της 14ης Ιουνίου 2007, C‑246/05, Häupl, Συλλογή
2007, σ. Ι‑4673, σκέψη 16).
23 Η OBDK, η δικαιοδοσία της οποίας δεν αμφισβητείται ότι είναι
υποχρεωτική, διαθέτει, όπως εξήγησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των
προτάσεών της, όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να χαρακτηριστεί ως
δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ.
24 Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που
του υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.
•Επί των προδικαστικών ερωτημάτων *
•Επί του πρώτου ερωτήματος *
25 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να
διευκρινιστεί εάν, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο νομοθετικώς
κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, αφού
προηγουμένως υποβληθεί με επιτυχία σε δοκιμασία επάρκειας, ο κάτοχος
ακαδημαϊκού τίτλου χορηγηθέντος σε αυτό το κράτος μέλος, με τον οποίο
πιστοποιείται η περάτωση κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας
μεγαλύτερης των τριών ετών, καθώς και ισοδύναμου ακαδημαϊκού τίτλου
χορηγηθέντος σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν συμπληρωματικής εκπαιδεύσεως
διάρκειας μικρότερης των τριών ετών, ο οποίος του παρέχει τη δυνατότητα να
ασκήσει σε αυτό το κράτος μέλος το νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του
δικηγόρου, το οποίο και πράγματι ασκούσε κατά τον χρόνο της υποβολής
αιτήσεως συμμετοχής στην προαναφερθείσα δοκιμασία επάρκειας, δύναται να
επικαλεστεί τις διατάξεις της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48.
26 Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η οριζόμενη στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της
τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48 έννοια του «διπλώματος» αποτελεί τον
ακρογωνιαίο λίθο του προβλεπόμενου από την οδηγία αυτή γενικού συστήματος
αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (βλ., ιδίως, απόφαση
της 23ης Οκτωβρίου 2008, C‑286/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2008, σ.
I‑8025, σκέψη 53).
27 Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 της οδηγίας 89/48, το
άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, αυτής ορίζει ότι ο κάτοχος «διπλώματος»,
υπό την έννοια της οδηγίας αυτής, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να
ασκήσει νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα εντός κράτους μέλους, δύναται να
ασκήσει το ίδιο επάγγελμα εντός οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους (βλ.
προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 54).
28 Όσον αφορά τα προσόντα που επικαλείται ο R. Koller, πρέπει να
υπομνησθεί ότι «δίπλωμα», υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της
τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48, μπορεί να αποτελεί ένα σύνολο τίτλων.
29 Όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτη
περίπτωση, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι,
στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009,
C‑311/06, Consiglio Nazionale degli Ingegneri (Συλλογή 2009, σ. I‑415), το
Δικαστήριο, στη σκέψη 48 αυτής της αποφάσεως, έκρινε ότι η εν λόγω
προϋπόθεση πληρούνταν σε σχέση με τίτλους τους οποίους προσκόμισε αιτηθείς
την εγγραφή του στο μητρώο μηχανικών στην Ιταλία, εφόσον οι τίτλοι αυτοί
είχαν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους ορισθείσα κατά τις ισχύουσες
στην Ιταλία και την Ισπανία νομοθετικές διατάξεις. Η ως άνω προϋπόθεση
πληρούται και στην περίπτωση των τίτλων τους οποίους προσκομίζει ο R.
Koller, εφόσον έκαστος εξ αυτών χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους
ορισθείσα σύμφωνα με τις ισχύουσες αντιστοίχως στην Αυστρία και την Ισπανία
νομοθετικές διατάξεις.
30 Όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, δεύτερη
περίπτωση, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι,
όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 49 της προαναφερθείσας αποφάσεως
Consiglio Nazionale degli Ingegneri σε σχέση με τον διάδικο στην υπόθεση επί
της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, πρόσωπο όπως ο R. Koller πληροί την
προϋπόθεση περί επιτυχούς περατώσεως κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών,
τριετούς τουλάχιστον διάρκειας, σε πανεπιστήμιο. Τούτο επιβεβαιώνεται ρητώς
από τον τίτλο σπουδών που χορήγησε στον ενδιαφερόμενο το πανεπιστήμιο του
Graz.
31 Όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, τρίτη
περίπτωση, της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48, από το πιστοποιητικό
αναγνωρίσεως της ισοτιμίας που εξέδωσε το ισπανικό Υπουργείο Παιδείας και
Επιστημών και, εν πάση περιπτώσει, από την εγγραφή του R. Koller στο μητρώο
δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Μαδρίτης προκύπτει ότι αυτός διαθέτει τα
επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση σε νομοθετικώς
κατοχυρωμένο επάγγελμα στην Ισπανία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια,
προπαρατεθείσα απόφαση Consiglio Nazionale degli Ingegneri, σκέψη 50).
32 Επιπλέον, σε αντίθεση με το πιστοποιητικό αναγνωρίσεως ισοτιμίας που
επικαλείται ο διάδικος στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα
απόφαση Consiglio Nazionale degli Ingegneri, το οποίο δεν πιστοποιούσε
εκπαίδευση στο πλαίσιο του ισπανικού εκπαιδευτικού συστήματος και δεν
στηριζόταν σε εξετάσεις ούτε σε επαγγελματική πείρα αποκτηθείσα στην
Ισπανία, ο προβαλλόμενος από τον R. Koller ισπανικός τίτλος πιστοποιεί την
εκ μέρους αυτού απόκτηση συμπληρωματικών επαγγελματικών προσόντων σε σχέση
με όσα απέκτησε στην Αυστρία.
33 Επομένως, μολονότι αληθεύει ότι δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς
«δίπλωμα» υπό την έννοια της τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48 τίτλος που
πιστοποιεί επαγγελματικά προσόντα, εάν τα προσόντα αυτά δεν έχουν αποκτηθεί
εν όλω ή εν μέρει στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος του κράτους
μέλους στο οποίο χορηγήθηκε ο τίτλος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια,
προπαρατεθείσα απόφαση Consiglio Nazionale degli Ingegneri, σκέψη 55),
τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όσον αφορά τον τίτλο που προσκομίζει ο R.
Koller στο πλαίσιο της κύριας δίκης.
34 Επιπλέον, το γεγονός ότι με τον εν λόγω ισπανικό τίτλο δεν
πιστοποιείται τριετής επαγγελματική εκπαίδευση στην Ισπανία είναι άνευ
σημασίας ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο
εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας δεν απαιτεί ο κύκλος μεταδευτεροβάθμιων σπουδών
ελάχιστης διάρκειας τριών ετών ή αντίστοιχης διάρκειας με ελαστική
παρακολούθηση να περατώνεται σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους
υποδοχής.
35 Συνεπώς, πρόσωπο όπως ο R. Koller είναι αναντιρρήτως κάτοχος
«διπλώματος» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της τροποποιηθείσας
οδηγίας 89/48.
36 Ως εκ τούτου, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι,
προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του
δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, αφού προηγουμένως υποβληθεί με επιτυχία
σε δοκιμασία επάρκειας, ο κάτοχος ακαδημαϊκού τίτλου χορηγηθέντος σε αυτό το
κράτος μέλος, με τον οποίο πιστοποιείται η περάτωση κύκλου
μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ετών, καθώς και
ισοδύναμου ακαδημαϊκού τίτλου χορηγηθέντος σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν
συμπληρωματικής εκπαιδεύσεως διάρκειας μικρότερης των τριών ετών, ο οποίος
του παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει σε αυτό το κράτος μέλος το νομοθετικώς
κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο και πράγματι ασκούσε κατά τον
χρόνο της υποβολής αιτήσεως συμμετοχής στην προαναφερθείσα δοκιμασία
επάρκειας, δύναται να επικαλεστεί τις διατάξεις της τροποποιηθείσας οδηγίας
89/48.
•Επί του δευτέρου ερωτήματος *
37 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να
διευκρινιστεί εάν η τροποποιηθείσα οδηγία 89/48 έχει την έννοια ότι δεν
επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να αρνηθούν να
κάνουν δεκτό σε δοκιμασία επάρκειας για την άσκηση του επαγγέλματος του
δικηγόρου πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος στην
κύρια δίκη, επειδή δεν αποδεικνύεται η πραγματοποίηση της επιβαλλόμενης από
τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πρακτικής ασκήσεως.
38 Πρόσωπο όπως ο R. Koller, υπό την ιδιότητά του ως κάτοχος
«διπλώματος» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της τροποποιηθείσας
οδηγίας 89/48, δύναται, δυνάμει του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της
εν λόγω οδηγίας, να ασκήσει το νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του
δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής.
39 Εντούτοις, στην περίπτωση επαγγελμάτων, για την άσκηση των οποίων
απαιτείται επακριβής γνώση του εθνικού δικαίου, ενώ ουσιώδες και σταθερό
στοιχείο της ασκήσεως των σχετικών δραστηριοτήτων είναι η παροχή συμβουλών
ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου, το άρθρο 3 της τροποποιηθείσας
οδηγίας 89/48 δεν αποκλείει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1,
στοιχείο β΄, αυτής, το κράτος μέλος υποδοχής να απαιτήσει από τον αιτούντα
να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας, υπό τον όρο ότι έχει προηγουμένως
εξακριβώσει εάν οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα
του είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που
αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της τελευταίας αυτής διατάξεως.
40 Επομένως, εφόσον ο αιτών υποβάλλεται στο κράτος μέλος υποδοχής σε
δοκιμασία επάρκειας η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην εκτίμηση της ικανότητάς
του να ασκήσει το αντίστοιχο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα σε αυτό το
κράτος μέλος, το κράτος αυτό δεν επιτρέπεται, δυνάμει του άρθρου 4 της
τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48, να αρνηθεί σε πρόσωπο ευρισκόμενο σε
κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη τη δυνατότητα
συμμετοχής του στη δοκιμασία επάρκειας με την αιτιολογία ότι δεν
πραγματοποίησε την επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους
πρακτική άσκηση.
41 Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η
τροποποιηθείσα οδηγία 89/48 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις αρμόδιες
αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να αρνηθούν να κάνουν δεκτό σε δοκιμασία
επάρκειας για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου πρόσωπο ευρισκόμενο
σε κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη, επειδή δεν
αποδεικνύεται η πραγματοποίηση της επιβαλλόμενης από τη νομοθεσία του εν
λόγω κράτους μέλους πρακτικής ασκήσεως.
•Επί των δικαστικών εξόδων *
42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της
κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού
δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα
έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην
των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
*1) Προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο
επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, αφού προηγουμένως
υποβληθεί με επιτυχία σε δοκιμασία επάρκειας, ο κάτοχος ακαδημαϊκού τίτλου
χορηγηθέντος σε αυτό το κράτος μέλος, με τον οποίο πιστοποιείται η περάτωση
κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ετών,
καθώς και ισοδύναμου ακαδημαϊκού τίτλου χορηγηθέντος σε άλλο κράτος μέλος
κατόπιν συμπληρωματικής εκπαιδεύσεως διάρκειας μικρότερης των τριών ετών, ο
οποίος του παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει σε αυτό το κράτος μέλος το
νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο και πράγματι
ασκούσε κατά τον χρόνο της υποβολής αιτήσεως συμμετοχής στην προαναφερθείσα
δοκιμασία επάρκειας, δύναται να επικαλεστεί τις διατάξεις της
τροποποιηθείσας οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988,
σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας
τριών ετών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001. *
*2) Η οδηγία 89/48, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19, έχει την
έννοια ότι δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να
αρνηθούν να κάνουν δεκτό σε δοκιμασία επάρκειας για την άσκηση του
επαγγέλματος του δικηγόρου πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή του
προσφεύγοντος στην κύρια δίκη, επειδή δεν αποδεικνύεται η πραγματοποίηση της
επιβαλλόμενης από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πρακτικής
ασκήσεως. *
(υπογραφές)
——————————
*Γλώσσα
διαδικασίας: η γερμανική