Συμπεράσματα από τη συνέντευξη τύπου για την αποχή των δικηγόρων

Έκτακτη συνέντευξη τύπου πραγματοποιήθηκε σήμερα Τρίτη 30 Μαρτίου 2010 με θέμα τη συνεχιζόμενη αποχή των δικηγόρων ως αντίδραση στην προσπάθεια επιβολής ΦΠΑ στις παρεχόμενες από τους δικηγόρους υπηρεσίες. Στη συνέντευξη τύπου παραβρέθηκαν από τη Διοίκηση του Δ.Σ.Θ. οι κκ. Ιωάννης Κοτζαμανίδης, Α’ Αντιπρόεδρος, Νικόλαος Βαλεργάκης, Γενικός Γραμματέας και Ρωξάνη Κωστατζίκη, Μέλος του Δ.Σ. Τα κύρια συμπεράσματα από τη συνέντευξη τύπου συνοψίζονται ως εξής:

I. – Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, αποφάσισε τη συνέχιση της αποχής την Μ. Τρίτη 30/3/2010 και την Μ. Τετάρτη 31/3/2010.

Παράλληλα η Ολομέλεια εξουσιοδότησε την Συντονιστική Επιτροπή να εκτιμήσει περαιτέρω την κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της Δικαιοσύνης, με την πλήρη εγκατάλειψή της από την Πολιτεία, να προχωρήσει σε επαφές με κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες και να κλιμακώσει τις κινητοποιήσεις αναλόγως, προστατεύοντας το δικηγορικό λειτούργημα και αποκρούοντας κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου.

II. – Οι δικηγόροι όλης της χώρας διαμαρτύρονται εντονότατα για το γεγονός, ότι, κατά τρόπο προσχηματικό και ψευδεπίπλαστα πεποιημένο, διασύρεται και διαπομπεύεται βάναυσα ολόκληρος ο κλάδος και το λειτούργημά τους, για επικοινωνιακούς και μόνο λόγους, δηλαδή προκειμένου να κατασκευαστεί το άλλοθι της δήθεν «φορολογικής δικαιοσύνης», σε ό,τι αφορά τα σκληρά και ανελέητα φορολογικά μέτρα που επιβλήθηκαν πρόσφατα σε όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις.

Έτσι οι δικηγόροι εμφανίζονται ως δήθεν … «φοροφυγάδες» και ως προνομιούχα … «συντεχνία», κλειστού (!!!!!) επαγγέλματος με διασφαλισμένες ελάχιστες αμοιβές και … «σκανδαλώδη προνόμια» (!!!!!)

Με τη «λογική» δε αυτή επιβάλλεται και ο Φ.Π.Α. στις υπηρεσίες των δικηγόρων, για να καταδειχθεί, ότι η κυβέρνηση δεν … χαρίζεται στις συντεχνίες και στα «χαϊδεμένα παιδιά» του φορολογικού συστήματος, αλλά, αντίθετα, με πνεύμα «φορολογικής ισότητας και δικαιοσύνης», θα πατάξει την … «φοροδιαφυγή» των δικηγόρων, αίροντας την υποτιθέμενη …
«φορολογική τους ασυλία».

Πρόκειται για ασύστολα ψευδή, συκοφαντική και πλασματική, κατά κυριολεξίαν, εικόνα που, συνειδητά, απαξιώνει και διασύρει άδικα το δικηγορικό λειτούργημα στην ελληνική κοινωνία, με πρακτικές αντιδημοκρατικής γενίκευσης και ισοπέδωσης των πάντων, αλλά και αθέμιτης απόκρυψης της αλήθειας και της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Και αυτό γιατί, όπως πολύ καλά γνωρίζει η Πολιτεία και οι αυτόκλητοι επικοινωνιακοί συνήγοροί της:

1. Οι δικηγόροι είναι ο μόνος κλάδος ελεύθερων επαγγελματιών, ο οποίος ΦΟΡΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ με φόρο 15% (Ν. 2753/1999), προεισπρατόμενο αυθημερόν από του ίδιους τους Δικηγορικούς Συλλόγους και αποδιδόμενο άμεσα στη Φορολογική Αρχή, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί σχέση αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης με την Πολιτεία.

Για το σκοπό αυτό οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν μετατραπεί σε φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς της Πολιτείας και παρακρατούν το φόρο από τους δικηγόρους τη στιγμή ακριβώς που κόβουν παράσταση για να παρασταθούν στα Δικαστήρια.

2. Οι δικηγόροι αποτελούν ένα ασφυκτικά ΥΠΕΡΠΛΗΘΩΡΙΣΜΕΝΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ, το οποίο μαστίζεται από τη συνεχή και δραστική μείωση της δικηγορικής ύλης, την ανυπαρξία επαγγελματικού αντικειμένου, τις χαμηλές αμοιβές και την ανεργία.

Η συντριπτική πλειονότητα των δικηγόρων (και όχι, φυσικά, οι τηλεοπτικοί αστέρες – μεγαλοδικηγόροι, που παραπλανητικά προβάλλουν ως στερεότυπα τα χαλκεία και τα φερέφωνα της παραπληροφόρησης) ευρίσκονται ήδη στα όρια της επιβίωσης και αντιμετωπίζουν ασφυκτικά προβλήματα οικονομικής δυσπραγίας.

Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι ο συνολικός αριθμός των δικηγόρων σε όλη τη χώρα ανέρχεται σε σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000), περίπου, εκ των οποίων είκοσι δύο χιλιάδες (22.000) στην Αθήνα και έξι χιλιάδες τριακόσιοι (6.300) περίπου στη Θεσσαλονίκη.

Η αναλογία δικηγόρων προς τον πληθυσμό διεκδικεί παγκόσμιο ρεκόρ αφού, αντιστοιχεί ένας δικηγόρος σε διακόσιους δέκα κατοίκους (1/210) στους δύο πιο πάνω Δικηγορικούς Συλλόγους.

Το πρόβλημα του υπερπληθωρισμού οξύνεται κάθε χρόνο με δραματικούς ρυθμούς, αφού, σε πανελλήνια κλίμακα, εισέρχονται ετησίως στο επάγγελμα χίλιοι διακόσιοι
(1.200) νέοι
δικηγόροι και, μόλις και μετά βίας, αποχωρούν, για διάφορους λόγους, τετρακόσιοι (400) δικηγόροι.

Από τους υπάρχοντες δικηγόρους ελάχιστοι έχουν ικανοποιητικό αριθμό παραστάσεων, που να τους εξασφαλίζει αξιοπρεπή επαγγελματική και κοινωνική επιβίωση, ενώ οι υπόλοιποι φυτοζωούν ή τελούν σε καθεστώς ουσιαστικής παύσης εργασιών και ανεργίας.

Χαρακτηριστικά επισημαίνεται, ότι, στη Θεσσαλονίκη, ποσοστό 21,25%, δηλαδή πάνω από χίλιοι τριακόσιοι (1.300) δικηγόροι, δεν έχουν καμία απολύτως παράσταση ετησίως, ενώ ποσοστό 34,72%, δηλαδή πάνω από δύο χιλιάδες εκατόν πενήντα (2.150) δικηγόροι, έχουν από μια (1) έως εννέα (9) παραστάσεις το χρόνο. Από κει και πέρα χίλιοι τριακόσιοι (1.300), περίπου, δικηγόροι, δηλαδή ποσοστό 21,25%, έχει από δέκα (10) έως είκοσι τέσσερις (24) παραστάσεις το χρόνο και οχτακόσιοι δέκα (810) δικηγόροι, δηλαδή ποσοστό 13,17%, έχει εικοσιπέντε (25) έως πενήντα (50) παραστάσεις ετησίως. Ικανοποιητικό επίπεδο επαγγελματικής και κοινωνικής διαβίωσης έχει μόνον το 9,76% δηλαδή, περίπου, εξακόσιοι
(600) δικηγόροι, οι οποίοι πραγματοποιούν άνω των πενήντα (50) παραστάσεων ετησίως.

Είναι, συνεπώς, προφανές ότι το 56%, περίπου, των δικηγόρων της Θεσσαλονίκης, έχει ανύπαρκτο, σχεδόν, αριθμό παραστάσεων (από 0 έως 9), ενώ και το υπόλοιπο 35% έχει μειωμένο αριθμό παραστάσεων, που ευρίσκονται στα όρια της επαγγελματικής και κοινωνικής επιβίωσης. Εναπομένει το 9% που έχει εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο επαγγελματικής και οικονομικής δραστηριότητας και το οποίο, με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, επιχειρείται, να εξομοιωθεί με το υπόλοιπο 91%, για να εμφανιστεί η μαγική εικόνα του επαγγελματικού κλάδου, που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που του αναλογούν και φοροδιαφεύγει.

Έτσι αγνοείται σκόπιμα ότι ο υπερπληθωρισμός πλήττει, κυρίως, τους νέους δικηγόρους, δηλαδή ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΤΩΝ 600 – 800 € ΜΗΝΙΑΙΩΣ, που υποαπασχολείται υπαλληλικά στα μεγάλα δικηγορικά γραφεία, γράφοντας αιτήσεις, αγωγές προτάσεις και υπομνήματα και διεκπεραιώνοντας την καθημερινή ρουτίνα στα γραφεία των Δικαστηρίων και στις λοιπές Υπηρεσίες.

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στα συμβόλαια, όπου ποσοστό 77,47%, δηλαδή
4754 δικηγόροι,
έχουν από 0 έως 9 παραστάσεις ετησίως και ποσοστό 17,27%, δηλαδή 1060 δικηγόροι, έχουν από 10 έως 24 παραστάσεις ετησίως. Ποσοστό 4,38%, δηλαδή 269 δικηγόροι, έχουν ικανοποιητικό αριθμό παραστάσεων, δηλαδή από 25 έως 50 ετησίως, και, μόλις και μετά βίας, το 0,88% δηλαδή 54 δικηγόροι, έχουν άνω των πενήντα (50) παραστάσεων ετησίως.

Αυτή είναι, λοιπόν, η εντελώς άδικα και με παραπλανητικά γενικευμένο τρόπο, εμφανιζόμενη «συντεχνία» των «προνομιούχων» και φοροδιαφευγόντων» δικηγόρων.

Η επίπλαστη, όμως, αυτή παρουσίαση του επαγγελματικού μας κλάδου, ως προνομιούχου και φοροδιαφεύγοντος, και η διαμορφούμενη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργεί μείζον πρόβλημα.
Διότι η στοχοποίησή μας αποσκοπεί στην κοινωνική μας απομόνωση, στην εξουδετέρωση των αντιδράσεών μας, προκειμένου να εφαρμοσθούν πολιτικές όχι αντίθετες μόνο με τα συμφέροντά μας, αλλά αντίθετες και στα συμφέροντα των Ελλήνων Πολιτών.

Στην πρακτική αυτή ο δικηγορικός κόσμος θα αντιδράσει εντονότατα και θα υπερασπιστεί με κάθε θεμιτό τρόπο την τιμή και την αξιοπρέπεια του σώματος.

III. – Με την αποχή μας, διαμαρτυρόμαστε επίσης εντονότατα για το βαθύτατα αντισυνταγματικό και αντικοινωνικό μέτρο της επιβολής του Φ.Π.Α. στις υπηρεσίες των δικηγόρων, το οποίο, χωρίς καμία απολύτως δημοσιονομική ωφέλεια, θα προκαλέσει τεράστια αναταραχή, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, με μοναδική συνέπεια την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών και την ακύρωση του θεμελιώδους δικαιώματός τους για ακώλυτη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.

Παράλληλα, είναι βέβαιο, ότι πρόκειται για μέτρο, που όχι μόνο δεν θα οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων, αλλά, αντίθετα, θα συντελέσει σε περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής.

Τι σημαίνει, στη συγκεκριμένη συγκυρία, η επιβολή Φ.Π.Α;

Οτι ο πολίτης θα καταβάλλει επιπρόσθετα 21% για τις νομικές υπηρεσίες, για την προσφυγή στη Δικαιοσύνη.

Δεν είναι, λοιπόν, επιβολή Φ.Π.Α. στους δικηγόρους, όπως ανακριβώς και για λόγους επικοινωνιακούς διαδίδουν, αλλά ΕΜΜΕΣΟΣ ΦΟΡΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ, που προσφεύγουν σε νομικές συμβουλές για υπηρεσίες στα δικαστήρια.

Με τον τρόπο αυτό, όμως, παραβιάζεται βάναυσα, αφενός μεν το συνταγματικά (άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος) κατοχυρωμένο δικαίωμα της ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ των πολιτών, δηλαδή της ακώλυτης πρόσβασής τους στα Δικαστήρια και παροχής έννομης προστασίας από αυτά, αφετέρου δε το κατοχυρωμένο από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δικαίωμα της ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ.

Τα δικαιώματα, όμως, αυτά προστατεύονται και θωρακίζονται ουσιαστικά, μόνον όταν παρέχονται με τη μικρότερη δυνατή οικονομική επιβάρυνση για τον πολίτη. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο οι υπηρεσίες των δικηγόρων έχουν ενταχθεί στην ομάδα απαλλαγών που χαρακτηρίζονται ως ΔΡΑΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ.

Ως τέτοιες υπηρεσίες χαρακτηρίζονται επίσης, η νοσοκομειακή περίθαλψη, η κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση, η προστασία παιδιών και νέων, η σχολική και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ορισμένες υπηρεσίες πολιτιστικού χαρακτήρα.

Όταν με βάση τα ανωτέρω το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνείται την, έστω και οριακή, αύξηση των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων, ακριβώς λόγω της αύξησης του κόστους που αυτή συνεπάγεται για τους πολίτες, είναι δυνατόν το Υπουργείο Οικονομικών να θέλει να επιβάλει την επιβάρυνσή τους κατά 21%;

Παράλληλα θα πρέπει να τονισθεί ότι και από πλευράς δημοσίων εσόδων, η απόδοση του μέτρου αυτού είναι πολύ αμφίβολη, όταν, όπως είναι γνωστό, αφενός το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων των δικηγόρων προέρχονται από επιτηδευματίες οι οποίοι έχουν δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. των δαπανών τους και, αφετέρου, το δικαίωμα έκπτωσης που θα γεννηθεί για τον Φ.Π.Α. των δαπανών των δικηγόρων θα είναι περίπου ίσο με τον Φ.Π.Α. 
των εσόδων τους από
ιδιώτες μη-υποκείμενους σε Φ.Π.Α.

Περαιτέρω, είναι κοινώς γνωστό, ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όχι μόνο δεν άγει σε μείωση της φοροδιαφυγής, αλλά, αντίθετα, δημιουργεί και ΚΙΝΗΤΡΟ για την περαιτέρω αύξησή της, αφού η μη έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών θα ωφελεί πλέον και τα δύο μέρη? τον δικηγόρο (ο οποίος θα καταβάλλει λιγότερο φόρο εισοδήματος), αλλά και τον εντολέα του (ο οποίος δεν θα καταβάλλει τον αναλογούντα
Φ.Π.Α.)

IV. – Ανεξάρτητα, όμως, από την πιο πάνω αντικοινωνική και αντισυνταγματική διάσταση του μέτρου, για την οποία οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν, κατά το άρθρο 199 του Κώδικα Δικηγόρων, θεσμικό δικαίωμα και καθήκον, να μεριμνούν και να παρεμβαίνουν, είναι προφανές, ότι η επιβολή Φ.Π.Α. στις δικηγορικές υπηρεσίες θα τις καταστήσει οικονομικά σύμφορες και, κυριολεκτικά, ΕΙΔΟΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ για τους πολίτες. Πράγμα το οποίο αναπόφευκτα σημαίνει, ότι θα μειωθεί περαιτέρω η ήδη απελπιστικά περιορισμένη δικηγορική ύλη και θα οδηγηθούν, έτσι, οι δικηγόροι σε καθεστώς πλήρους επαγγελματικής απραξίας και οικονομικής εξαθλίωσης.

Ήδη με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των βασικών Κωδίκων, η Πολιτεία, προκειμένου να αποφύγει τις δαπάνες για υλικοτεχνική υποδομή και στελέχωση με δικαστές και υπαλλήλους, αφαιρεί σταδιακά σημαντικό αριθμό υποθέσεων από τη δικαστηριακή ύλη, παρεμβάλλοντας αντισυνταγματικά εμπόδια στο δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης των πολιτών στη Δικαιοσύνη και μειώνοντας, με ταχύτατους ρυθμούς, την αντίστοιχη δικηγορική ύλη, για να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα της, με δική της ευθύνη, παραπαίουσας Δικαιοσύνης.

Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ Φ.Π.Α. ΣΤΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ.

Η κατάσταση στη Δικαιοσύνη είναι, όπως συνεχώς καταγγέλλουμε, τραγική. 
Συνέπεια τούτου ο
προσδιορισμός γίνεται μετά από 4, 5 και 6 χρόνια και η υπόθεση εκδικάζεται ακόμη πιο αργά. Δηλαδή αρνησιδικία και ο πολίτης πλέον βρίσκεται πλήρως ανυπεράσπιστος στο έλεος της τύχης.

Η Πολιτεία όλα αυτά τα χρόνια κωφεύει στα προβλήματα του κλάδου υποβαθμίζοντάς τα ( αν όχι γελοιοποιώντας τα) με την πλήρη αδράνειά της.

Το ερώτημα είναι, θέλουν Δικαιοσύνη τελικά; Θέλουν την ακώλυτη πρόσβαση του πολίτη σε αυτήν, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ; Η απάντηση είναι ΟΧΙ.

V. – Καλούμε, λοιπόν, την Κυβέρνηση να βγει ευθέως, υπεύθυνα, ανυπόκριτα και να πει την αλήθεια στους Έλληνες Πολίτες, ότι η επιβολή Φ.Π.Α. είναι επιβάρυνση αποκλειστικά και μόνο του Πολίτη, του οποίου δυσχεραίνει και καθιστά σχεδόν αδύνατη την προσφυγή στη Δικαιοσύνη.

VI. – Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι με την, εν εξελίξει, αγωνιστική τους κινητοποίηση, δηλώνουν κοινωνικοί συμπαραστάτες στη σημερινή κρίση, όπως ο θεσμικός τους ρόλος, άλλωστε, το επιβάλλει, και όχι συμμέτοχοι στην απορύθμιση και αναρχία, που επιδιώκεται με την ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗ επαγγελματικών ομάδων και τάξεων.

ΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ ΗΔΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ, ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΚΗΡΥΧΘΕΙ ΥΠΟ ΔΙΩΓΜΟΝ.

Μετά την δημόσια διαπόμπευση και το συκοφαντικό διασυρμό του, την επιβολή άδικων και αναποτελεσματικών φορολογικών μέτρων όπως ο Φ.Π.Α., τη συνεχή και δραστική μείωση της δικηγορικής ύλης και τη θεσμική απαξίωση του ρόλου του δικηγόρου, εμφανίζονται στο βάθος του ορίζοντα και άλλα σκληρά και ανελέητα μέτρα, που κατατείνουν στον ΒΙΑΙΟ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ και την υποβάθμισή του.

Επίκειται η εφαρμογή των μέτρων της κατ’ ευφημισμόν «απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος», που ουσιαστικά θα σημάνει τη διάλυση των Δικηγορικών Συλλόγων, την κατάργηση των παροχών αλληλεγγύης μεταξύ των μελών τους (όπως το μέρισμα κ.λ.π.), την κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών και των παραστάσεων στα συμβόλαια κ.ο.κ., ενώ ακολουθούν και εξοντωτικές ρυθμίσεις του, υπό επεξεργασία, Ασφαλιστικού Νόμου.

Πρόκειται για μέτρα και ρυθμίσεις, που αντίκεινται στις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. οι οποίες, προστατεύουν το δικηγορικό λειτούργημα, και επιβάλλουν να ασκείται ελεύθερα και ανεμπόδιστα, χωρίς καταπίεση, αλλά και, απειλές και εκβιασμούς από τις Εθνικές Νομοθεσίες.

Ο Δικηγορικός κόσμος τελεί σε κατάσταση επιφυλακής και θα απαντήσει δυναμικά σε κάθε προσπάθεια προσβολής του θεσμικού ρόλου του λειτουργήματός του, αλλά και της ίδιας της υπόστασής του, υπερασπίζοντας την τιμή, την αξιοπρέπεια αλλά και αυτήν την ίδια την ύπαρξη του κλάδου.